Προκόπιος Παυλόπουλος

Επίκαιρα συμπεράσματα από την πορεία εξέλιξης του Νόμου και της Έννομης Τάξης στην Αρχαία Ρώμη

Ομιλία στο Συνέδριο που οργάνωσαν, στις 3 και 4 Οκτωβρίου 2024 στην Αθήνα, από κοινού το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Rheinische Friedrich-Wilhelms-Universität Bonn και η Humanistische Hochschule Berlin, με τίτλο «Democracy in Ancient and Modern Times: The ancient Greek experience and its relevance for our own times» και προδημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου», 2024, τεύχος 3, σελ. 260 επ.

Πρόλογος

Συνιστά πλέον κοινώς παραδεδεγμένη θέση η, ιστορικώς πολλαπλώς τεκμηριωμένη στον χώρο της Νομικής Επιστήμης εν γένει,  διαπίστωση ότι ο Νόμος, ως θεσμικό θεμέλιο της οργάνωσης και της λειτουργίας του Κράτους και της ρύθμισης των εντός αυτού κοινωνικοοικονομικών σχέσεων μεταξύ ιδιωτών -φυσικών ή νομικών προσώπων- στο πεδίο της  Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, υπό το εγγυητικό καθεστώς της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών και του Κράτους Δικαίου, έλκει σε μεγάλο βαθμότην απώτερη καταγωγή του από τον Νόμο στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, ως αντίστοιχο θεσμικό θεμέλιο της «Ρωμαίων Πολιτείας» και, ιδιαιτέρως, της «Res Publica».  Κατά τούτο, είναι προφανές πως πρέπει να γίνει περαιτέρω δεκτό ότι και η σύγχρονη Νομική Επιστήμη  -τουλάχιστον στις Έννομες Τάξεις που οργανώνονται και λειτουργούν ερειδόμενες επί των θεσμικών εγγυήσεων του συστήματος της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας-  πολλά οφείλει, σε ό,τι αφορά την διαχρονική της εξέλιξη, στην Νομική Επιστήμη η οποία διαμορφώθηκε ως «πρώιμη» επιστημονική «ξυνωρίς» του Ρωμαϊκού Δικαίου στην Αρχαία Ρώμη, υπό την καταλυτική επιρροή των κορυφαίων «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti» της εποχής εκείνης.

Α. Στο σημείο δε τούτο είναι επιβεβλημένο να γίνει, για λόγους πληρότητας της επιστημονικής νομικής έρευνας, η εξής ιστορική αλλά και θεσμική «αντίστιξη»:

1. Οπωσδήποτε στις Πόλεις-Κράτη της Αρχαίας Ελλάδας -και των αποικιών που αυτές ίδρυσαν ιδίως στην Κάτω Ιταλία- ο Νόμος, ως  μέσο οργάνωσης και λειτουργίας κάθε Πόλης-Κράτους και ρύθμισης των σχέσεων των εντός αυτής μελών του κοινωνικού συνόλου, προϋπήρξε προφανώς του αντίστοιχου Νόμου στην Έννομη Τάξη της Αρχαίας Ρώμης. Και όχι μόνον αυτό, αλλά στην Ιστορία του Δικαίου συναντώνται πάντοτε «ανεξίτηλα» τα ίχνη μεγάλων Νομοθετών, των οποίων η Νομοθεσία πορεύθηκε στενώς συνυφασμένη με την όλη ιστορική πορεία των κατά περίπτωση Πόλεων-Κρατών.  Χαρακτηριστικά παραδείγματα παρέχουν: Στην Αθήνα, η Νομοθεσία του Δράκοντος, περί το 624 π.Χ. και η Νομοθεσία του Σόλωνος, περί το 594 π.Χ. η οποία μάλιστα, όπως θα διευκρινισθεί στον οικείο τόπο εν συνεχεία,  επηρέασε τον πρώτο βασικό νόμο της Αρχαίας Ρώμης, τον Δωδεκάδελτο Νόμο. Στην Σπάρτη, η Νομοθεσία του Λυκούργου, περί τον 8ο αιώνα π.Χ.  Στην Κατάνη, η Νομοθεσία του Χαρώνδα, περί τον 7ο αιώνα π.Χ.  Στους Επιζεφύριους Λοκρούς, η Νομοθεσία του Ζαλεύκου, περί το 662 π.Χ.  Και στην Κυρήνη, η Νομοθεσία του Δημώνακος, περί το 550 π.Χ.

2. Όμως ο Νόμος στην Αρχαία Ελλάδα,  υπό τα προμνημονευόμενα χαρακτηριστικά του, κάθε άλλο παρά διαδραμάτισε τον ίδιο ρόλο μ’ εκείνον του Νόμου στο Ρωμαϊκό Δίκαιο και στην οργάνωση, λειτουργία και εξέλιξη της «Ρωμαίων Πολιτείας» και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.  Και τούτο κατά κύριο λόγο  διότι στην Αρχαία Ελλάδα και στις Πόλεις-Κράτη της ουδέποτε επήλθε ενοποίηση του όλου νομοθετικού πλαισίου της εποχής, δοθέντος ότι ουδέποτε επήλθε και τελική ουσιαστική ενοποίηση των Πόλεων-Κρατών, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για μια «Ελλήνων Πολιτεία» ανάλογη προς την «Ρωμαίων Πολιτεία».  Εξ ου και δεν γίνεται λόγος στην Ιστορία του Δικαίου για «Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο»  -κατά το «πρότυπο» του Ρωμαϊκού Δικαίου-  αλλά για «Αρχαία Ελληνικά Δίκαια». Με καθένα από τα Δίκαια αυτά να διατηρεί ίδια χαρακτηριστικά και να έχει, εν τέλει, την «τύχη» της Πόλης-Κράτους στην οποία ίσχυσε. «Τύχη»,  που ουδεμία ομοιότητα παρουσιάζει με την εντυπωσιακή συνοχή της Έννομης Τάξης στην Αρχαία Ρώμη καθώς και με την πρωτοφανή «άνθηση», επί πολλούς αιώνες, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.  Άρα ο Νόμος στην Αρχαία Ελλάδα κατ’ ουδένα τρόπο υπήρξε το θεσμικοπολιτικό μέσο για την ίδρυση και λειτουργία ενιαίας κρατικής οντότητας με μεγάλη εδαφική έκταση και εξίσου μεγάλη διάρκεια, κάτι στο οποίο συνετέλεσε ουσιωδώς και το πολιτικό και πολιτειακό σύστημα που εφαρμοζόταν σε ορισμένες από αυτές τις Πόλεις-Κράτη, δηλαδή το σύστημα της Άμεσης Δημοκρατίας.  Επέκεινα, η λειτουργία του Νόμου στην Αρχαία Ελλάδα δεν επέτρεψε την εκεί δημιουργία και Νομικής Επιστήμης, τουλάχιστον παρεμφερούς μ’ εκείνη που προέκυψε και «μεγαλούργησε» στο πλαίσιο της Έννομης Τάξης της  Αρχαίας Ρώμης.  Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στην Αρχαία Ελλάδα δεν υπήρξαν μεγάλοι «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti», όπως στην «Ρωμαίων Πολιτεία». Βεβαίως, την ουσία και την θεσμική «αποστολή» του Νόμου «επεξεργάσθηκαν» θεωρητικώς στην Αρχαία Ελλάδα εμβληματικές φιλοσοφικές φυσιογνωμίες, όπως π.χ. ο Πλάτων, κυρίως στον διάλογο των «Νόμων» και ο Αριστοτέλης, κυρίως στα «Πολιτικά» και στα «Ηθικά Νικομάχεια». Μόνο που αυτές οι φιλοσοφικές φυσιογνωμίες ανέλυσαν τον Νόμο υπό την φιλοσοφική του, κατά βάση, διάσταση και υφή. Και όχι υπό όρους και προϋποθέσεις αμιγώς νομικής θεωρητικής προσέγγισης, όπως συνέβη με τους «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti» στην Αρχαία Ρώμη. Για τον λόγο αυτό στην Αρχαία Ρώμη γινόταν σαφής διαχωρισμός της θεωρητικής συμβολής μεταξύ των ως άνω «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti» και των «Φιλοσόφων» του Νόμου, όπως υπήρξε κατ’ εξοχήν ο Κικέρων. 

Β. Σε αντίθεση, λοιπόν, προς την Αρχαία Ελλάδα ο Νόμος στην Αρχαία Ρώμη «δέθηκε» στενά πολύ περισσότερο με την θεσμική θωράκιση του Κράτους -ήτοι τόσο της «Ρωμαίων Πολιτείας» όσο και, πιο συγκεκριμένα, της «Res Publica»- παρά με την κανονιστική ρύθμιση των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων των εκάστοτε μελών του ρωμαϊκού κοινωνικού συνόλου.  Για την ακρίβεια, στον Νόμο η Αρχαία Ρώμη οφείλει πρωτίστως τους «αρμούς» της όλης κρατικής της οργάνωσης.  Αρχής γενομένης από την μετά την πτώση της Βασιλείας («Regnum Romanum») εποχή- ήτοι μάλλον το 510/509 π.Χ., με την εκθρόνιση του 7ου και τελευταίου Βασιλέως των Ρωμαίων, του Λουκίου Ταρκυνίου του Υπερηφάνου (Lucius Tarquinius Superbus)-  έως την περίοδο της εκκίνησης της μεγαλειώδους πορείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλαδή επί Αυτοκράτορος Γαΐου Οκταβιανού Αυγούστου και ουσιαστικώς από το 27 π.Χ. και ύστερα.

1. Πάνω στον Νόμο, υπό τις επιμέρους κανονιστικές μορφές που προσέλαβε στην διαδρομή της ρυθμιστικής «πορείας» του, θεμελιώθηκε η Έννομη Τάξη στην Αρχαία Ρώμη, ως σύνολο κανόνων δικαίου των οποίων την εφαρμογή στην πράξη εγγυάτο ένας ισχυρότατος  -θεσμικώς οργανωμένος πλην όμως δίχως ουσιαστική δημοκρατική νομιμοποίηση- μηχανισμός αυστηρών κυρώσεων.  Τον Νόμο και την Έννομη Τάξη στην Αρχαία Ρώμη οδήγησε στον «κολοφώνα» τους, τόσο από πλευράς θεωρητικής επεξεργασίας όσο και από πλευράς πρακτικής εφαρμογής,  η «νεότευκτη» Ρωμαϊκή Νομική Επιστήμη.  Αυτή ήταν έργο περιώνυμων «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti» οι οποίοι δεν έμειναν, κάθε άλλο, στο πεδίο μιας επιφανειακής φιλοσοφικής θεώρησης του Νόμου και της Έννομης Τάξης της «Ρωμαίων Πολιτείας».  Αλλά «εμβάθυναν», μ’ εντυπωσιακή μάλιστα νομική οξυδέρκεια, στα χαρακτηριστικά του Νόμου ως Κανόνα Δικαίου, προορισμένου να πλαισιώσει κανονιστικώς αφενός -και πριν απ’ όλα- την κρατική οργάνωση και, αφετέρου, τις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών εντός της «Ρωμαίων Πολιτείας».  Δεν είναι δε υπερβολή να υποστηριχθεί ότι χωρίς την καταλυτική αυτή συνδρομή της Νομικής Επιστήμης στην Αρχαία Ρώμη, ο ρωμαϊκής καταγωγής Νόμος και η Έννομη Τάξη της δεν θα είχαν συνθέσει το «πρότυπο» εκείνο το οποίο μετέπειτα, διά του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου κυρίως, άσκησε ουσιώδη επιρροή στην Νομική Επιστήμη κατά βάση στην Ηπειρωτική Ευρώπη.  Μια επιρροή που συνεχίσθηκε, αμείωτη, όταν πλέον «πήρε σάρκα και οστά» το Έθνος-Κράτος στην Ηπειρωτική Ευρώπη, υπό το θεσμικοπολιτικό καθεστώς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως εγγύησης της Ελευθερίας και, συνακόλουθα, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

2. Πραγματικά, η θεωρητική επεξεργασία του Νόμου και της Έννομης Τάξης από τους εκπροσώπους της Νομικής Επιστήμης στην Αρχαία Ρώμη είναι τόσο περισσότερο επίκαιρη ακόμη και σήμερα, όσο η παρακολούθηση της εξέλιξης της Ιστορίας του Δικαίου ιδίως στην Ηπειρωτική Ευρώπη δεν είναι επαρκώς πλήρης χωρίς την αναγωγή στις ρίζες του Δικαίου τούτου, δηλαδή στην Νομοθεσία και στην Έννομη Τάξη της Αρχαίας Ρώμης.  Βεβαίως, αυτός ο Νόμος ρωμαϊκής κανονιστικής «κοπής» δεν είχε, όπως ήδη επισημάνθηκε, ίχνος δημοκρατικής νομιμοποίησης ως προς την θέσπισή του και την εφαρμογή του στην πράξη.  Κάτι το οποίο τον διαφοροποιεί εντόνως από τον «Κανόνα Δικαίου» ως μέσο κανονιστικής ρύθμισης στο θεσμικοπολιτικό πεδίο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Δεν μπορεί όμως να υποτιμηθεί -και πολύ περισσότερο να μηδενισθεί- η ως άνω διαχρονική επιρροή του Νόμου και της Έννομης Τάξης στην Αρχαία Ρώμη και υπό το σύγχρονο καθεστώς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Πολλώ μάλλον όταν η κατά τ’ ανωτέρω επιρροή τεκμηριώνεται ευχερώς και από τα επί της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας «κατάλοιπα» της ρωμαϊκής «Res Publica» και του ρωμαϊκής προέλευσης «Δημόσιου Συμφέροντος», ως «Δημόσιου Σκοπού» που διαφοροποιείται ουσιωδώς από το αριστοτελικής «έμπνευσης» «κοιν ξυμφέρον», το οποίο αφορά κατά κύριο λόγο τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων. Στην ανάδειξη της προεκτεθείσας διαχρονικής επικαιρότητας και επιρροής του Νόμου και της Έννομης Τάξης στην Αρχαία Ρώμη -καθώς και της συναφούς τους αρχαιορωμαϊκής  Νομικής Επιστήμης-  είναι αφιερωμένες οι αναλύσεις που παρατίθενται κατωτέρω.

Ι. Ο Νόμος ως θεσμική «αντηρίδα» της Έννομης Τάξης στο πεδίο της «Ρωμαίων Πολιτείας» και ειδικότερα της «Res Publica»

Στο πλαίσιο της ιστορικής της «ωρίμανσης» και σχεδόν παραλλήλως προς την εξέλιξη της διαμόρφωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η «Res Publica», ως βασικός πυλώνας της όλης κρατικής οργάνωσης της «Ρωμαίων Πολιτείας» (βλ., αντί άλλης παραπομπής, Προκοπίου Παυλοπούλου, «Θεσμικά «κληροδοτήματα» της ρωμαϊκής «Res Publica» στην σύγχρονη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία», εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2023, ιδίως σελ. 83 επ.)απέκτησε, με την πάροδο του χρόνου και  διά της εξελικτικής εμπέδωσης του Νόμου και της ρυθμιστικής του κανονιστικής «καταξίωσης», τον πιο «εμβληματικό» θεσμικό «πυρήνα» της. Εκείνον, ο οποίος έμεινε  ουσιαστικώς αμετάβλητος έως το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στο μέτρο που τα κύρια χαρακτηριστικά του δεν επηρεάσθηκαν, τουλάχιστον σε βαθμό ουσιαστικής αλλοίωσης, από τις «μεταπτώσεις» της πολιτικής συγκυρίας στην Αρχαία Ρώμη. Και τούτο, ακόμη και όταν αυτές οδήγησαν την «Ηγεμονία» σε τόσο μεγάλες περιπέτειες αυθαιρεσίας εκ μέρους του Αυτοκράτορα, ώστε άγγιζαν τα όρια της πολιτικής βαρβαρότητας. Αλλά και εκείνον ο οποίος «μετακενώθηκε», κατά μεγάλο μέρος αυτούσιος, στην «διάδοχο» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.  Επιπλέον δε ήταν αυτός ο «πυρήνας» ο οποίος άφησε, εντέλει, στην μακραίωνη πορεία του σχηματοποιημένη, και δη σε όχι ευκαταφρόνητο βαθμό, την δομή του «Κράτους».  Δομή την οποία «κληρονόμησε» -φυσικά με τις ιστορικώς αναπόφευκτες μεταλλάξεις ή και αλλαγές-  το σύγχρονο Έθνος-Κράτος και, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η σύγχρονη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.  Με απλές λέξεις, το υπό τ’ ανωτέρω θεσμικά δεδομένα «Κράτος» οφείλει, εν πολλοίς, στην «Res Publica» και την θεμελιώδη συνιστώσα –«ρεπουμπλικανικής» ιδιοσυστασίας και μη επηρεαζόμενη, κατά τα ως άνω, από τις κατά καιρούς αυταρχικές αλλοιώσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας-  της Έννομης Τάξης, ως συνόλου κανόνων δικαίου όπου στην βάση της «δεσπόζει» η θέση του Νόμου.

Α. Τα χαρακτηριστικά του Νόμου στην «Ρωμαίων Πολιτεία»

Κατ’ ιστορική ακρίβεια, ο Νόμος στην Αρχαία Ρώμη διευκόλυνε την οργάνωση και την λειτουργία ενός Κράτους, το οποίο όχι μόνο δομήθηκε και λειτουργούσε με βάση πλήρεις κανόνες δικαίου -υπό την έννοια των «leges perfectae», και όχι των «leges imperfectae» ή, έστω, και των «leges minus quam perfectae»-  αλλά είχε και την θεσμική ισχύ και «νομιμοποίηση» επιβολής του περιεχομένου τους, άρα της εφαρμογής τους στην πράξη,  στα κάθε είδους υποκείμενά του, μέλη του οικείου κοινωνικού συνόλου. Αντιθέτως, το έθιμο –ήτοι κανόνες δικαίου δίχως γραπτή διατύπωση, οι οποίοι δημιουργούνται μέσω μακροχρόνιας (longus usus) και ενσυνείδητης (opinio necessitatis) εφαρμογής στην πράξη- δεν διαδραμάτισε, από κανονιστική έποψη, ουσιαστικό ρόλο στο πλαίσιο του Ρωμαϊκού Δικαίου, είτε πρόκειται για το Jus Publicum είτε πρόκειται για το Jus Privatum και ιδίως για το Jus Civile. Συγκεκριμένα, το έθιμο στην Αρχαία Ρώμη διαδραμάτισε περιορισμένο ρόλο, και μόνο στις επαρχίες εκείνες που κατακτούσαν σταδιακώς οι Ρωμαίοι. Εκεί, και έως ότου επιβληθεί πλήρως το Ρωμαϊκό Δίκαιο, ίσχυαν οι προϋφιστάμενοι και προϊσχύσαντες γραπτοί ή και άγραφοι κανόνες δικαίου, φυσικά για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

1. Το Ρωμαϊκό Δημόσιο Δίκαιο

Κατά τούτο, το Κράτος στην Αρχαία Ρώμη είχε το «προνόμιο»  -μέρος του «Imperium», όπως θ’ αναλυθεί στην συνέχεια- της θέσπισης των κανόνων δικαίου γενικώς.  Κυρίως όμως των κανόνων δικαίου για την οργάνωση και λειτουργία του, συνεπώς και για την θέσπιση των κανόνων του «Jus Publicum», του Δημόσιου Δικαίου.

α) Προστίθεται εδώ ότι μεγάλο μέρος του Δημόσιου Δικαίου διαμορφώθηκε στην Αρχαία Ρώμη όχι μόνο μέσω παραδοσιακών «θεσμικών διαδικασιών»  -βεβαίως υπό την έννοια των διαδικασιών που προβλέπονταν «καταστατικώς» στο ρυθμιστικό θεσμικό πλαίσιο της «Ρωμαίων Πολιτείας»-  αλλά και σε αρκετές περιπτώσεις μέσω «εξαιρετικών» διαδικασιών.  Δηλαδή διαδικασιών, οι οποίες εξελίχθηκαν κατά κανόνα σε περιόδους αντίστοιχης αυθαίρετης διακυβέρνησης, που μόνο σπάνιες και μεμονωμένες δεν ήταν,  όπως αποδεικνύει εναργώς το ιστορικό «αποτύπωμα» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

β) Αυτούς τους κανόνες δικαίου του «Jus Publicum», ανεξαρτήτως μάλιστα από τον τρόπο θέσπισής τους, στην Αρχαία Ρώμη το Κράτος είχε την ισχύ  -διαθέτοντας την συναφή «νομιμοποίηση»-  να τους επιβάλλει στα μέλη του κοινωνικού συνόλου επιδιώκοντας την άνευ όρων εφαρμογή τους.  Εφαρμογή, η οποία σήμαινε ότι όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου  -προεχόντως δε οι «Cives Romani»-  όφειλαν ν’ αποδεχθούν το περιεχόμενο των τεθειμένων κανόνων δικαίου και να υπακούσουν στις επιταγές τους, ουσιαστικά δίχως θεσμοθετημένη δυνατότητα αμφισβήτησής τους.  Ελάχιστες ήταν οι διαδικαστικές ευχέρειες άσκησης ενός έστω και στοιχειώδους «δικαιώματος του αναφέρεσθαι»  -κυρίως προς τον Αυτοκράτορα-  οι οποίες μάλιστα σπάνια είχαν «ευτυχή κατάληξη».  Επιπλέον, αυτός ο τρόπος κρατικής επιβολής κυρίως των κανόνων του «Jus Publicum» στην Αρχαία Ρώμη οδήγησε και στην εμφάνιση «οργανωμένων» μορφών κρατικού καταναγκασμού, ο οποίος αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του «Imperium» των κορυφαίων ιθυνόντων εντός της «Ρωμαίων Πολιτείας», κατά βάση δε των Αυτοκρατόρων.   

2. Το ρωμαϊκό Δημόσιο Δίκαιο και η σύνδεσή του με το «Δημόσιο Συμφέρον»

    Ιδιαίτερη έμφαση, κατά την εφαρμογή στην πράξη του Ρωμαϊκού Δημόσιου Δικαίου, πρέπει να δοθεί στην σύνδεση της κανονιστικής του ενεργοποίησης με την επέλευση των επιμέρους συνεπειών του «Δημόσιου Συμφέροντος», όπως τούτο λειτουργούσε θεσμικώς εντός της «Res Publica».

α) Θεσμικό «απαύγασμα» της στενής σχέσης μεταξύ Νόμου και Κράτους, στο πλαίσιο της οργάνωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπήρξε η ανάδειξη της «Res Publica» ως αντίστοιχου θεσμικού «πυρήνα» που καθόριζε, ταυτοχρόνως, από την μια πλευρά το ρυθμιστικό περιεχόμενο και τον τελικό προορισμό του Νόμου καθώς και τον εν γένει σκοπό, ο οποίος νομιμοποιεί την οργάνωση και την λειτουργία του Κράτους.  Και, από την άλλη πλευρά, την αδήριτη ανάγκη υπακοής των πολιτών του στις αποφάσεις των οργάνων του.

α1)  Η ρωμαϊκής προέλευσης «Res Publica» συνδεόταν αρρήκτως με τον θεμελιώδη κανόνα ότι το Κράτος -πάντα με την έννοια που το προσλαμβάνουμε, grosso modo, και σήμερα-  εξασφάλιζε την «νομιμοποιητική» του βάση όταν η οργάνωση και λειτουργία που υπηρετούσε το «Δημόσιο Συμφέρον». Το οποίο υπερέβαινε, και δη κατά πολύ, το κατά την Αρχαία Ελληνική Νομική Σκέψη -και ειδικότερα το κατά την Αριστοτελική σκέψη- «κοιν ξυμφέρον». Ήτοι, και όπως ήδη σημειώθηκε, το «άθροισμα» και την «κοινή συνισταμένη» των κατ’ ιδίαν συμφερόντων των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου.  Μελών, τα οποία είχαν στην καθημερινή τους ζωή σημαντική αυτοτέλεια ως προς την επιλογή των πράξεων που καθόριζαν την συμπεριφορά τους, ενώ αντιστοίχως η εξάρτησή τους από την Πολιτεία ήταν ασυγκρίτως μικρότερη από εκείνη των «Cives Romani».

α2)  Τούτο προκύπτει ως συμπέρασμα εκ του ότι, κατ’ ουσίαν και κατά βάθος, αυτό το υπό το πνεύμα του Ρωμαϊκού Δικαίου «Δημόσιο Συμφέρον» σηματοδοτεί θεσμικώς και το «συμφέρον» της Πολιτείας, ως κανονιστικώς οργανωμένης οντότητας η οποία «υπέρκειται», θεσμικώς, του κοινωνικού συνόλου που εξουσιάζει.  Η ιδιόμορφη αυτή ιεράρχηση σημαίνει, περαιτέρω, ότι το μεν κοινωνικό σύνολο είναι το θεμέλιο της νομιμοποίησης της Πολιτείας.  Πλην όμως η θεσμικώς οργανωμένη, μέσω του Νόμου, Πολιτεία είναι αυτή, η οποία δια των οργάνων της προσδιορίζει κυριάρχως τους σκοπούς -και τα μέσα επίτευξής τους- που πρέπει να επιδιωχθούν, προκειμένου και εκείνη να «επιβιώσει» και να εξελιχθεί αλλά και το οικείο κοινωνικό σύνολο να διασφαλίσει την ομαλή διαμόρφωση των μεταξύ των μελών του κοινωνικών  και οικονομικών σχέσεων.  Με άλλες λέξεις, και σύμφωνα πάντα με τα δεδομένα του Ρωμαϊκού Δικαίου, η «Res Publica» καθόριζε και τα όρια της «δημόσιας σφαίρας», απολύτως διακριτά  από εκείνα της «ιδιωτικής σφαίρας», αναδεικνυόμενη έτσι σε «προάγγελο» της σύγχρονης διάκρισης μεταξύ «Πολιτικής Κοινωνίας» και «Κοινωνίας των Πολιτών».  Αποκτά δε κάποιο ενδιαφέρον και το ότι την σύγχρονη αυτή διάκριση εμπνεύσθηκε ένας «επίγονος» των Ρωμαίων, ο Antonio Gramsci, για ν’ αποτελεί σήμερα καίριο μέρος της ανάλυσης στο πεδίο της ευρύτερης Πολιτικής Επιστήμης, και όχι μόνο.

β)     Τα προεκτεθέντα βασικά χαρακτηριστικά της «Res Publica» φέρνουν στο φως και το ότι ήταν εκείνη που αποτέλεσε το αρχικό θεμέλιο πάνω στο οποίο «κτίσθηκε» στην συνέχεια το «Δημόσιο Συμφέρον», ως στοιχείο οριοθέτησης αλλά και οιονεί «νομιμοποίησης» της δραστηριότητας του Κράτους στην σύγχρονη εποχή.

β1) Η «νομιμοποίηση» αυτή συνίσταται στο ότι η συμφωνία της κρατικής δραστηριότητας με τις επιταγές του Δημόσιου Συμφέροντος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κανονιστικού «πυρήνα» του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας.  Υπό την έννοια, ότι κάθε παρέκκλιση από την εξυπηρέτηση του Δημόσιου Συμφέροντος έχει ως αναγκαία κυρωτική συνέπεια, την παρανομία των επιμέρους πράξεων των κρατικών οργάνων, και ιδίως εκείνων της Εκτελεστικής Εξουσίας.  Συγκεκριμένα στην «Res Publica» οφείλεται, μερικώς βεβαίως, η διαμόρφωση της σύγχρονης έννοιας του «Δημόσιου Συμφέροντος» ως θεσμικού «γνώμονα», με βάση τον οποίο αφενός κρίνεται η νομιμότητα κάθε κρατικής -και κυρίως διοικητικής- πράξης. Και αφετέρου, αλλά και επέκεινα, τ’ αρμόδια κρατικά όργανα, πρωτίστως δε τα δικαιοδοτικά, αποφασίζουν ως προς το αν και κατά πόσον οι πράξεις αυτές πάσχουν από «κατάχρηση εξουσίας».

β2)   Το πώς και γιατί το σύγχρονο «Δημόσιο Συμφέρον» έχει τις ρίζες του και στον γενικότερο θεσμό της «Res Publica» συνάγεται, εν πολλοίς, και από το ότι ο τελευταίος διαμορφώθηκε, στο πλαίσιο του Ρωμαϊκού Δικαίου, κατά μετεξέλιξη –σ’ επίπεδο πολιτειακής οργάνωσης, γεγονός το οποίο επιτείνει την διαφοροποίησή του, κατά τ’ ανωτέρω, από το Ελληνικής προέλευσης «γενικό συμφέρον» που ουδέποτε συνδέθηκε ευθέως με τον «Δήμο»-  του επίσης ρωμαϊκής καταγωγής θεσμού της «Res Populi».  Αυτό προκύπτει ευχερώς ιδίως από την κλασική, πολιτική και νομική, ανάλυση του Κικέρωνος (βλ. π.χ. De Re Publica, I, XXV, 19). 

γ) Κατά τον Κικέρωνα, ως «Res Publica» νοείται η κοινή επιδίωξη των πολιτών -ήτοι των εχόντων την «Civitas Romana»- στο πλαίσιο της οποίας καθένας:

γ1)  Πρώτον, συμβάλλει ευθέως -δια της δημοκρατικής οδού όσο κάτι τέτοιο είναι εμπράκτως εφικτό- στον προσδιορισμό του αντίστοιχου δημόσιου σκοπού.  Εξού και είναι οιονεί «ιδιοκτήτης» του, γεγονός που δικαιολογεί την προσφυγή στον όρο «res» ο οποίος παραπέμπει, και ετυμολογικώς, στο εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας.

γ2) Δεύτερον, είναι βεβαίως φορέας των δικαιωμάτων που πηγάζουν από την εκπλήρωση του δημόσιου σκοπού.  Πλην όμως υποχρεούται, αυτοθρόως, ν’ αναγνωρίζει και να σέβεται στο ακέραιο τα δικαιώματα όλων των άλλων πολιτών, οι οποίοι συνέβαλαν εξίσου στον προσδιορισμό του αυτού δημόσιου σκοπού.  Κάπως έτσι εξηγείται η κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο υποχρέωση αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών, όπως περιγράφεται, μ’ εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο, από τον Τίτο Λίβιο και με την μορφή της «Caritas Rei Publicae» στο έργο του «Ab Urbe Condita»

δ) Ένα τέτοιο αμάλγαμα επιδίωξης δημόσιου σκοπού, υπό όρους συνδυασμού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορεί να καταστεί πράξη μόνο με βάση την κατάλληλη θεσμική υποδομή.  Αφού μόνον η υποδομή αυτή είναι σε θέση να διασφαλίσει, με τις απαιτούμενες εγγυήσεις καταναγκασμού -θεσμικής πάντοτε προέλευσης- την επέλευση των πρόσφορων κανονιστικών  αποτελεσμάτων του αμαλγάματος τούτου.  Κατά συνέπεια, αυτό το θεσμικό υπόστρωμα πρέπει να στηρίζεται σε κανόνες δικαίου κανονιστικού περιεχομένου, δηλαδή κανόνες δικαίου με γενικό και απρόσωπο ρυθμιστικό περιεχόμενο.

δ1)   Και είναι ακριβώς αυτοί οι κανόνες δικαίου, πάνω στους οποίους θεμελιώνονται η έννοια και η ουσία της -βασικής για την υπόσταση της «Res Publica»-  «Juris Consensus», που κατά κάποιο τρόπο παραπέμπει και στην συναίνεση αλλά και στην αποδοχή των ως άνω κανόνων δικαίου.  Τούτο προκύπτει εκ του ότι η τελευταία υποδηλώνει και την σημασία της «Κοινωνίας των Πολιτών» ως προς την εμπέδωση του εφαρμοστέου δικαίου για την επιδίωξη του Δημόσιου Συμφέροντος.  Μάλιστα δε ανεξάρτητα από το ποιο είναι το πολιτειακό εκείνο όργανο το οποίο θεσπίζει το δίκαιο αυτό, άρα και την ωφέλεια («utilitas») που συνιστά τον πυρήνα της «Res Publica».  Γι’ αυτό και, σε τελική ανάλυση, σύμφωνα με τον Κικέρωνα ο «Λαός» στην πραγματικότητα οργανώνεται ως η κοινωνία, η οποία έχει συναντίληψη όχι αναφορικά  με μιαν αφηρημένη σύλληψη της κοινής ωφέλειας, αλλά ως προς μιαν αρκούντως συγκεκριμένη εικόνα για το κανονιστικό πλαίσιο που προσδιορίζει την ωφέλεια αυτή.

δ2) Πάνω στις προμνημονευόμενες αρχικές και πρωτόλειες, βάσεις της «Res Publica» του Ρωμαϊκού Δικαίου στηρίχθηκε κατά ένα τρόπο, βεβαίως αιώνες μετά, και αυτό τούτο το Κράτος Δικαίου. Το οποίο συνθέτει σήμερα την θεμελιωδέστερη συνιστώσα της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, πραγματικού πυλώνα όχι μόνο της Δημοκρατίας αλλά και όλου του Δυτικού Πολιτισμού.  Και τούτο διότι το Κράτος Δικαίου, τουλάχιστον κατά τα στοιχειώδη συστατικά του στοιχεία, σημαίνει την κρατική εκείνη οντότητα που νομιμοποιείται, θεσμικώς και πολιτικώς, να υπάρχει και να δραστηριοποιείται μόνον όταν υπηρετεί το Δημόσιο Συμφέρον.  Αυτό προϋποθέτει ότι το Κράτος από την μια πλευρά οργανώνεται και λειτουργεί μόνο με βάση τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι προσδιορίζουν και τις συντεταγμένες του Δημόσιου Συμφέροντος.  Και, από την άλλη πλευρά, υπάρχουν θεσμοθετημένες κυρώσεις  -ιδίως κυρώσεις που εκπορεύονται από τα όργανα της Δικαστικής Εξουσίας- σε περίπτωση παραβίασης της Αρχής της Νομιμότητας από τα κάθε είδους κρατικά όργανα.

δ3) Μέσα σε αυτό δε το πλαίσιο «λειτουργεί» και το Δημόσιο Συμφέρον ως θεμελιώδες στοιχείο της Αρχής της Νομιμότητας σε ό,τι αφορά την δράση των κρατικών οργάνων, κατεξοχήν δε των οργάνων της Εκτελεστικής Εξουσίας.  Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε στο ουσιαστικό και πρωτίστως στο δικονομικό δίκαιο των σύγχρονων Κρατών, των οποίων η οργάνωση και λειτουργία στηρίζεται στους κανόνες της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, η παραβίαση των κανονιστικών δεδομένων του Δημόσιου Συμφέροντος -είτε με την μορφή της ευθείας προσβολής του είτε με την μορφή της εξυπηρέτησης άλλου Δημόσιου Συμφέροντος, από εκείνο που επιβάλλουν οι in concreto εφαρμοζόμενοι κανόνες δικαίου- από τα κρατικά όργανα συνεπάγεται την ακυρότητα των σχετικών πράξεών τους.  Ακόμη δε και την θέση σε κίνηση του μηχανισμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου ή και της αμιγώς προσωπικής τους ευθύνης. 

Β. Η δομή του Νόμου στο πλαίσιο του Ρωμαϊκού Δικαίου

Αν και ο «Δωδεκάδελτος Νόμος»  -δηλαδή η «αρχετυπική εστία» της αρχαιορωμαϊκής νομοθεσίας-  μάλλον δανείσθηκε στοιχεία, κατά την ουσία της ρύθμισης ορισμένων  κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, και από τα Αρχαία Ελληνικά Δίκαια όπως διευκρινίζεται στην συνέχεια, ο Νόμος, ως «Κανόνας Δικαίου» υπό την έννοια που προσέλαβε ιδίως στον χώρο του σύγχρονου Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού, έχει αμιγώς αρχαιορωμαϊκή καταγωγή.  Και τούτο διότι ο Νόμος, και μάλιστα ανεξαρτήτως της προέλευσής του -με άλλα λόγια ανεξαρτήτως του αν ήταν προϊόν της βούλησης λαϊκών αντιπροσωπευτικών οργάνων ή μονοπρόσωπων πολιτειακών οργάνων κάθε μορφής- ήταν εκείνος, ο οποίος δια των κανονιστικών  του δυνατοτήτων και δια της αναγκαστικής εφαρμογής του επί των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου επέτρεψε την θεσμική θεμελίωση της Ρωμαϊκής -και κατόπιν της Βυζαντινής- Αυτοκρατορίας ως «κρατικής οντότητας» με την μορφή που γνωρίζουμε σήμερα.  Επιπροσθέτως ο Νόμος, κατά την προμνημονευόμενη προέλευσή του, μέσω του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου και της μετέπειτα επιρροής του κυρίως στις Έννομες Τάξεις της Ηπειρωτικής Ευρώπης έχει αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη του στην μεγάλη πλειονότητα των Έννομων Τάξεων των Κρατών, τα οποία έχουν υιοθετήσει στην εποχή μας ως πρότυπο πολιτειακής οργάνωσης το θεσμικοπολιτικό «αμάλγαμα» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. 

1. Η περίοδος της οιονεί «sacrosanctitas» του Νόμου στο πλαίσιο του Ρωμαϊκού Δικαίου

Αυτό οφείλεται στο ότι με τα προεκτεθέντα, πάντοτε αρχαιορωμαϊκής καταγωγής, συστατικά του στοιχεία ο Νόμος αφενός κατέστησε εφικτή την κανονιστική ρύθμιση των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων στην Αρχαία Ρώμη, έτσι ώστε να εξελίσσεται όσο το δυνατό περισσότερο ομαλώς η κοινωνική συνύπαρξη και, κατ’ επέκταση, να διασφαλίζεται αποτελεσματικώς η κοινωνική συνοχή. Γεγονός, βεβαίως, στοιχειώδες και για την «παραγωγική» πορεία της εν γένει πολιτισμικής δημιουργίας.  Και αφετέρου  -αλλά και κατά κύριο λόγο-  επέτρεψε την, υπό θεσμικώς αρκούντως σταθερούς όρους, οργάνωση και λειτουργία του Κράτους.  Κάτι που βρίσκεται και σήμερα στο επίκεντρο κάθε Έννομης Τάξης, η οποία οργανώνεται και λειτουργεί υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των θεσμικών «συντεταγμένων» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

α) Η πορεία του Νόμου στην Αρχαία Ρώμη, ως μέσου ρύθμισης των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, δεν υπήρξε «ευθύγραμμη», ιδίως σε ό,τι αφορά την γνώση του περιεχομένου των διατάξεών του εκ μέρους των μελών του κοινωνικού συνόλου, στο οποίο απευθύνονταν και του οποίου την εν γένει ζωή ρύθμιζαν κανονιστικώς.  Πραγματικά, έως τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.  -κυρίως εξαιτίας του ότι η οργάνωση και λειτουργία των πολιτειακών θεσμών της «Ρωμαίων Πολιτείας» δεν είχε αποκτήσει ακόμη, έστω και κατ’ επίφαση, δημοκρατικά χαρακτηριστικά ως προς την δομή της Έννομης Τάξης της-  η γνώση του ισχύοντος δικαίου («Jus») και των δικονομικών κανόνων εφαρμογής του στην πράξη («Legis Actiones») περιοριζόταν, αποκλειστικώς, σε έναν πολύ στενό κύκλο προσώπων-δημόσιων λειτουργών, κατά την σύγχρονη ορολογία, περιβαλλόμενο έτσι τον «μανδύα» μιας οιονεί θεσμικής «sacrosanctitas».

β) Επιβάλλεται να διευκρινισθεί ότι η έλλειψη γνώσης του εφαρμοζόμενου δικαίου συμπεριλάμβανε έως και τις καθορισμένες ημέρες απονομής της Δικαιοσύνης, εκ μέρους των εχόντων την κατά περίπτωση δικαιοδοσία δικαστικών οργάνων («Dies Fasti»).  Κατά τις ιστορικές μαρτυρίες, η ουσιαστική γνώση του τότε ισχύοντος Ρωμαϊκού Δικαίου ανήκε μόνο στους «Pontifices» και στο βοηθητικό τους προσωπικό, γεγονός το οποίο καταδείκνυε και τις βαθιές θρησκευτικές ρίζες της όλης οργάνωσης της «Ρωμαίων Πολιτείας» κατά την εποχή εκείνη.  Με αυτόν τον τρόπο τα ως άνω όργανα αφενός είχαν ένα τεράστιο  -καταλυτικό θα μπορούσε να πει κανείς-  πλεονέκτημα έναντι των «Cives Romani», κατεξοχήν δε, όπως είναι ευνόητο, έναντι των Πληβείων.  Αφετέρου δε κατείχαν μιαν εμφανώς δεσπόζουσα θέση στην γενικότερη κρατική ιεραρχία.

2. Τα «αποκαλυπτήρια» του Νόμου στην Αρχαία Ρώμη

Όμως, στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ.  -και, κατά πάσα πιθανότητα, το 304 π.Χ.-  ένας γραμματέας του Υπάτου και Κήνσορος Αππίου Κλαυδίου Καίκου (Appius Claudius Caecus), ονομαζόμενος Γναίος Φλάβιος (Gnaeus Flavius), «υπέκλεψε» από αυτόν σημαντικό μέρος των ισχυόντων στην Αρχαία Ρώμη κανόνων δικαίου.  Για την ακρίβεια δε το μεγαλύτερο μέρος του τότε ισχύοντος Ρωμαϊκού Δικαίου. 

α) Έτσι το Ρωμαϊκό Δίκαιο άρχισε σταδιακώς να γίνεται ευρέως γνωστό στους κύκλους των πολιτών, τους οποίους αφορούσε.  Τούτο δε είχε ως αναγκαία συνέπεια και το ότι οι πολίτες αυτοί μπορούσαν να έχουν πλέον ελεύθερη, σχετικώς, πρόσβαση στους ουσιαστικούς και δικονομικούς κανόνες που κατοχύρωναν τα, όποια, δικαιώματα ή έννομα συμφέροντά τους, έστω και σ’ εμβρυακή μορφή.  Αν και ο Γναίος Φλάβιος ενήργησε εν προκειμένω όπως, περίπου, ο μυθικός Προμηθέας «Πυρφόρος», δεν είχε την «δεινή» τύχη την οποία περιγράφει για τον ημίθεο ο Αισχύλος, στον «Προμηθέα Δεσμώτη».  Όλως αντιθέτως, ο Γναίος Φλάβιος έγινε εν συνεχεία μέλος της Συγκλήτου και υπήρξε ένας από τους «Aediles Curules».  Έτσι μάλλον επιβραβεύθηκε σε μεγάλο βαθμό, φθάνοντας να του ανατεθεί ύπατο αξίωμα σχετιζόμενο και με την κατασκευή και συντήρηση δημόσιων έργων και κτιρίων στην Αρχαία Ρώμη. 

β) Σε ό,τι αφορά την ρύθμιση των σχέσεων του κοινωνικού συνόλου μεταξύ των μελών του, ο Νόμος στην Αρχαία Ρώμη διευκόλυνε την διαμόρφωση κανόνων δικαίου οι οποίοι, με βάση το ειδικότερο περιεχόμενό τους, έφθασαν έως το επίπεδο σύστασης πραγματικών «κλάδων» του  -υπό την σημερινή εκδοχή του-  Ιδιωτικού Δικαίου.  Κλάδων σχετιζόμενων με τις stricto sensu κοινωνικές σχέσεις, όπως π.χ. με αυτές που ρύθμιζε το δίκαιο για τις οικογενειακές σχέσεις.  Και κλάδων σχετιζόμενων με τις, lato sensu, οικονομικές σχέσεις, όπως π.χ. με αυτές που ρύθμιζε το δίκαιο για τις εμπράγματες σχέσεις και για τις ενοχικές σχέσεις.  Δίκαιο το οποίο, πέραν των άλλων, μας άφησε και την μεγάλη νομική «κληρονομιά» του Ρωμαϊκού Αστικού Δικαίου (Jus Civile) αναφορικά με την έννοια και τις διακρίσεις των πραγμάτων, καθώς και αναφορικά με την διάκριση μεταξύ εμπράγματων και ενοχικών δικαιωμάτων.  Διόλου, λοιπόν, συμπτωματικό το ότι ακόμη και σήμερα η επιστημονική μελέτη του Ιδιωτικού Δικαίου, τουλάχιστον στο πλαίσιο των Έννομων Τάξεων των Κρατών της Ηπειρωτικής Ευρώπης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη δίχως την προσφυγή στις «πηγές» του Ρωμαϊκού Δικαίου και του μετέπειτα διαμορφωθέντος στην βάση του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου.

γ)  Ως προς την ρύθμιση της οργάνωσης και λειτουργίας του Κράτους, ο Νόμος στην Αρχαία Ρώμη οδήγησε και στις «παρυφές» της εξέλιξης του, υπό την σημερινή εκδοχή του, Δημόσιου Δικαίου κατά τα όσα επισημάνθηκαν προηγουμένως ακροθιγώς.  Καθώς επίσης και στις αντίστοιχες «παρυφές» της διάκρισης μεταξύ Δημόσιου και Ιδιωτικού Δικαίου, αν ληφθούν υπόψη κυρίως οι γνωμοδοτικές «παρακαταθήκες» των σπουδαιότερων Νομομαθών της Αρχαίας Ρώμης. Ο κλασικός ορισμός της διάκρισης αυτής παραμένει πάντα επίκαιρος (Ulpianus, με στοιχεία του ορισμού τούτου ν’ απαντώνται στις Εισηγήσεις του Ιουστινιανού, 1.1.4, στον Πανδέκτη, 1.1.1.2 και στα Βασιλικά, 2.1.11): «Jus Publicum est quod ad statum Rei Romanae spectat, Privatum quod ad singulorum utilitatem pertinet» («Δημόσιο Δίκαιο είναι εκείνο που αφορά την «Ρωμαίων Πολιτεία». Ιδιωτικό Δίκαιο δε είναι εκείνο που ρυθμίζει τα του οφέλους των επιμέρους προσώπων»).

3. Η κανονιστική μορφή του Νόμου στο Ρωμαϊκό Δίκαιο

Αυτή η μορφή του Νόμου και η σχέση του, ως προς την καταγωγή του και την εφαρμογή του, με το Κράτος, συνέβαλαν αποφασιστικώς τόσο στην κανονιστική του «τελειοποίηση» όσο και στην επέκεινα διαμόρφωση της πρώτης, κατ’ ουσίαν, Νομικής Επιστήμης στην Αρχαία Ρώμη.  Συγκεκριμένα δε μετά τον «Δωδεκάδελτο Νόμο», ο Νόμος στην Αρχαία Ρώμη αποκτά, εξελικτικώς, την ολοκληρωμένη  -με τα σημερινά νομικά δεδομένα-  μορφή του, στηριζόμενος στην εξής δομή:

α) Προηγείτο το «Προοίμιο» («Praescriptio»), το οποίο εμπεριείχε τις βασικές διευκρινίσεις για τον λόγο θέσπισής του αλλά και για το όνομα του προτείνοντος «Άρχοντος», δηλαδή για το «Nomen Gentilicium».  Αυτό το «Προοίμιο» μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως ο αρχαιότερος «προπομπός» της αιτιολογικής έκθεσης, η οποία συνοδεύει σήμερα υποχρεωτικώς κάθε νομοθετικό κείμενο πριν καταλήξει στην τελική θεσμοθέτησή του. Και η οποία αποτελεί, ταυτοχρόνως, επισήμως αναγνωρισμένο «οδηγό» της εφαρμογής των διατάξεών του στην πράξη.

β) Ακολουθούσε η «Rogatio», η οποία ενσωμάτωνε το σύνολο των κανονιστικών ρυθμίσεων του Νόμου, ήτοι τους κανόνες δικαίου που θεσπίζονταν με αυτόν.  Με την σειρά της, η «Rogatio» αντιστοιχεί στο σύγχρονο «corpus» κάθε νομοθετικού κειμένου, στο οποίο περιλαμβάνονται οι stricto sensu κανόνες δικαίου που θεσπίζονται κατά περίπτωση.

γ) Το κανονιστικό πλαίσιο του Νόμου ολοκλήρωνε η «Sanctio», η κύρωση. Με αυτή κατοχυρώνονταν οι κυρώσεις, οι οποίες επρόκειτο να επιβληθούν εις βάρος εκείνων που, ενδεχομένως, θα παραβίαζαν τις διατάξεις του Νόμου.  Ήταν δε ακριβώς αυτή η «Sanctio» η οποία προσέδιδε στον Νόμο το θεσμικό καθεστώς του «πλήρους κανόνα δικαίου», της «lex perfecta».  Σε αντίθεση προς τους «ατελείς» («leges imperfectae») και προς τους «ημιτελείς» («leges minus quam perfectae») κανόνες δικαίου, από το κανονιστικό πλαίσιο των οποίων είτε απουσίαζε εντελώς η κύρωση είτε η κύρωση αυτή θεσπιζόταν σε μια μάλλον «εμβρυακή», και κατά τούτο αναποτελεσματική, κανονιστική μορφή.

4. Η διαχρονική θεσμική «αίγλη» του αρχαιορωμαϊκής προέλευσης Νόμου

Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ευχερώς και το πόσο, υπό τα χαρακτηριστικά  του αυτά, ο Νόμος στην Αρχαία Ρώμη «προσεγγίζει» τον Νόμο στο σύγχρονο Κράτος Δικαίου και στην επίσης σύγχρονη Αρχή της Νομιμότητας εντός του πεδίου της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

α) Συγκεκριμένα, ο κανονιστικός «πυρήνας» του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας συνίσταται όχι μόνο στην θέσπιση του κανόνα δικαίου, ως μέσου υποχρεωτικής ρύθμισης της ανθρώπινης συμπεριφοράς.  Αλλά και στην πρόβλεψη και λειτουργία των απαραίτητων κυρωτικών μηχανισμών, σε περίπτωση παραβίασής του από εκείνους προς τους οποίους απευθύνεται ρυθμιστικώς.  Γεγονός το οποίο συνεπάγεται, περαιτέρω, ότι όσο αποδυναμώνονται οι κυρωτικοί μηχανισμοί τόσο αποδυναμώνονται, αντιστοίχως, το Κράτος Δικαίου και η Αρχή της Νομιμότητας.  Αυτό δε το φαινόμενο δεν είναι, κάθε άλλο, υποθετικό στην εποχή μας, αν αναλογισθεί κανείς π.χ. τις διαστάσεις της ραγδαίας κανονιστικής αποδυνάμωσης του Διεθνούς Δικαίου, ακριβώς λόγω της απουσίας αποτελεσματικών κυρωτικών μηχανισμών κατά την εφαρμογή του.  Απουσίας, η οποία καθιστά τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, τουλάχιστον σε πολλές περιπτώσεις, «leges minus quam perfectae» ή και, ευθέως, «leges imperfectae».

β) Ένα άλλο ανάλογο παράδειγμα απομείωσης της κανονιστικής ισχύος των κανόνων δικαίου, επίσης στην εποχή μας, αφορά την επέκταση του λεγόμενου «soft law» στην σύγχρονη νομική-δικαϊκή πραγματικότητα.  Το οποίο ναι μεν εμφανίζει ορισμένα, όχι ευκαταφρόνητα, πλεονεκτήματα σχετιζόμενα με την ευχερέστερη αποδοχή των κατά περίπτωση ρυθμίσεών του από τα «υποκείμενά» του, λόγω μετριασμού των μειονεκτημάτων του καταναγκασμού και της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά την εφαρμογή των κλασικών κανόνων δικαίου.  Πλην όμως η, «μοιραία» οπωσδήποτε, μειωμένης εμβέλειας υποχρεωτική εφαρμογή και εκτέλεση στην πράξη των κανόνων του «soft law» δεν παύει να πλήττει, σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, την εν γένει κανονιστική δυναμική συγκεκριμένων ρυθμιστικών «πτυχών» του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας στις αντίστοιχες Έννομες Τάξεις.

5. Η Νομική Επιστήμη «στην υπηρεσία» του Ρωμαϊκού Δικαίου

Ως προς την Νομική Επιστήμη στην Αρχαία Ρώμη (βλ., ενδεικτικώς, Δημητρίου Γκόφα, «Ιστορία του Ρωμαϊκού Δικαίου», ΙΙΑ, έκδ. Α.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1976, ιδίως σελ. 71 έπ.)πάνω στην βάση του Νόμου, αυτή είχε ως αφετηρία την επεξεργασία και εκλαΐκευση του Δικαίου με στόχο όχι μόνο την θεωρητική του ανάλυση αλλά  -και μάλιστα πρωτίστως-  και την εφαρμογή του στην πράξη με δίκες που διεξάγονταν ενώπιον των ποικίλων «δικαιοδοτικών» οργάνων της εποχής.  Προς την κατεύθυνση αυτή «πρωτοπόρος» θεωρείται ιστορικώς ο Τιβέριος Κορουνκάνιος (Tiberius Coruncanius), πρώτος Πληβείος «Pontifex Maximus», ο οποίος περί το 280 π.Χ. άρχισε να διατυπώνει και να παρέχει δημοσίως «γνωμοδοτήσεις» σε όσους απηύθυναν προς αυτόν σχετικές ερωτήσεις για το ισχύον δίκαιο και για τους δικονομικούς κανόνες εφαρμογής του.

α) Ακολουθώντας την ίδια παράδοση και εξελίσσοντάς την, με εντυπωσιακό νομικώς τρόπο, εμφανίσθηκαν στην συνέχεια οι Νομομαθείς της Αρχαίας Ρώμης ως «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti», των οποίων η νομική δραστηριότητα, η «Jurisprudentia»  -η γνώση των ισχυόντων κανόνων δικαίου στα όρια της «αυθεντίας»-  επεκτεινόταν σε τέσσερις διαφορετικές, πλην όμως συμπληρωματικές μεταξύ τους, δραστηριότητες:

α1)    «Respondere», δηλαδή στην σύνταξη γνωμοδοτήσεων επί του ισχύοντος in concreto δικαίου και επί της εφαρμογής του στην πράξη.

α2)    «Cavere», δηλαδή στην παροχή οδηγιών προεχόντως για την κατάρτιση δικαιοπραξιών, έτσι ώστε τα συμβαλλόμενα μέρη να προστατεύουν τα έννομα συμφέροντά τους υπό όρους μιας στοιχειώδους ασφάλειας δικαίου.

α3)    «Agere», δηλαδή στην ενημέρωση ως προς τις νομικές ενέργειες, στις οποίες ο ενάγων θα μπορούσε και θα έπρεπε να προβεί ενώπιον των «δικαιοδοτικών» οργάνων για την υπεράσπιση των έννομων συμφερόντων του.

α4)    «Scribere», δηλαδή στην συγγραφή νομικών μελετών, εντός του πλαισίου των οποίων οι ισχύοντες κανόνες δικαίου εξετάζονται συστηματικώς και με περαιτέρω θεωρητική ανάλυση. Σε αυτή την δράση των «Juris Prudentes» οφείλεται, κατά μεγάλο βαθμό, η «άνθηση» της Νομικής Επιστήμης στην Αρχαία Ρώμη.  Και είναι εντυπωσιακό ότι τα σωζόμενα έργα τους  -ιδίως δε τα σωζόμενα έργα των Celsus, Gaius, Julianus, Papinianus, Paulus, Ulpianus- αποτελούν, και σήμερα, πολύτιμη «πηγή» για την ιστορική επιστημονική έρευνα ως προς τις απαρχές της Νομικής Επιστήμης και ως προς τις «ρίζες» πολλών νομικών εννοιών, σε όλο το φάσμα του νομικού επιστητού,  κατεξοχήν δε στον χώρο του Ιδιωτικού Δικαίου.

β) Το κατά τα προεκτεθέντα «προνόμιο» («beneficium») της «γνωμοδότησης» («publice respondere») απονεμόταν στους «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti» από τον Αυτοκράτορα –αρχής γενομένης μάλλον από τον Οκτωβιανό Αύγουστο- με την μορφή του «jus publice respondi».

β1)    Ήταν δε τέτοιο και τόσο το νομικό κύρος των γνωμοδοτήσεων αυτών ώστε, σύμφωνα με «μαρτυρία» του Gaius (I, 7), από την εποχή του Αυτοκράτορα Αδριανού και μετέπειτα οι επί του ιδίου, grosso modo, θέματος γνωμοδοτήσεις αποκτούσαν ισχύ πλήρους κανόνα δικαίου εάν δεν εξέφεραν διαφορετική μεταξύ τους άποψη.

β2)    Επισημαίνεται, ότι στο πλαίσιο των κατά τα προεκτεθέντα γνωμοδοτήσεων των «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti» σημαντική επιρροή ασκούσε η συχνή προσφυγή στην Αρχαίας Ελληνικής προέλευσης αρχή της «επιείκειας» («aequitas»), διά της οποίας το ισχύον δίκαιο –και με βασικό στόχο την κάλυψη ενδεχόμενων κενών  ή την αντιμετώπιση ενδεχόμενων νομοθετικών αντιφάσεων- προσαρμοζόταν καταλλήλως στις διαρκώς εξελισσόμενες «πτυχές» της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Την κατά τα ως άνω σημασία της «aequitas» στο πεδίο του Ρωμαϊκού Δικαίου αποδίδει εκφραστικώς η ρήση του νομομαθούς Celsus (D.1, 1, 1) για το Δίκαιο εν γένει: «Jus est ars boni et aequi».

γ) Υπό τα δεδομένα αυτά ήταντόσο σημαντική η εξέλιξη τηςΝομικής Επιστήμης στην Αρχαία Ρώμη, ώστε από τότε εμφανίσθηκαν και οι πρώτες «Νομικές Σχολές» («Sectae»), κατά βάση μετά τον 1ο αιώνα μ.Χ.  Επρόκειτο για τις αποκαλούμενες «Stationes jus publice docentium aut respondentium». Δύο από αυτές έχουν καταστεί «περιώνυμες» στο πεδίο της έρευνας της Ιστορίας του Δικαίου:

γ1)    Η «Σχολή των Προκουλιανών», η οποία πήρε το όνομά της από τον διάδοχο του ιδρυτή της, του Marcus Antistius Labeo, ήτοι από τον Proculus. Ο  Marcus Mateus Antistius Labeo υπήρξε σύγχρονος του Αυγούστου και ήταν ευθέως αντίθετος προς αυτόν. Πολυγραφότατος, άφησε έργο 400 τόμων. Αντιθέτως, για τον Proculus δεν σώζονται πολλά στοιχεία, πλην της ενεργού συμμετοχής του στην «Σχολή των Προκουλιανών». Η «Σχολή των Προκουλιανών», επηρεαζόμενη από την «Περιπατητική Σχολή»,εξέφραζε  μάλλον πιο δημοκρατικές αντιλήψεις με αρκετά προοδευτικό «πρόσημο».

γ2) Kαι η «Σχολή των Σαβινιανών» ή «Κασσιανών», η οποία πήρε το όνομά της επίσης από τους διαδόχους του ιδρυτή της, του Gaius Ateius Capito, ήτοι από τον Massurius Sabinus και τον Gaius Cassius Longinus.  O Gaius Ateius  Capito, με μικρή γραπτή συνεισφορά στην Νομική Επιστήμη εντός του πλαισίου της «Σχολής των Σαβινιανών», ήταν σφοδρός πολέμιος του Marcus Antistius Labeo και ένθερμος υποστηρικτής του Αυγούστου, εξ ου και ο τελευταίος τον «έχρισε» Ύπατο. Ο Massurius Sabinus έζησε την εποχή του Νέρωνα και άφησε ως συγγραφικό έργο ένα τρίτομο «Jus Civile». Και ο Gaius Cassius Longinus έζησε την εποχή του Νέρωνα και του Κλαυδίου, διετέλεσε δε –ως «συμπαθών» προς το καθεστώς της εποχής- Πραίτωρ, Ύπατος και Ανθύπατος. Έχει γίνει δεκτό από ορισμένους μελετητές του Ρωμαϊκού Δικαίου ότι ο Gaius Cassius Longinus συνέγραψε τα έργα που αποδίδονται πλέον στον Gaius , πλην όμως η άποψη αυτή ουδόλως έχει επιβεβαιωθεί με στοιχειωδώς ασφαλή τεκμήρια. Η «Σχολή των Σαβινιανών» υποστήριζε πιο συντηρητικές θέσεις, έχοντας υιοθετήσει περισσότερο τις θεωρήσεις  της Στωϊκής Φιλοσοφίας και αποτελούσε «στήριγμα»  για το καθεστώς  της «Ηγεμονίας».

δ)    Από τα προεκτεθέντα καθίσταται προαφανές ότι η Νομική Επιστήμη στην Αρχαία Ρώμη –πάντοτε «υπό το φως» του Ρωμαϊκού Δικαίου- οφείλει τα μέγιστα στο γνωμοδοτικό  έργο αλλά και  στην γνωμοδοτική πράξη των «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti». Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε πολλά από τα στοιχεία και τα εν γένει τεκμήρια του Ρωμαϊκού Δικαίου, τα οποία επηρεάζουν έως και σήμερα την πορεία εξέλιξής του και την επεξεργασία του ως οιονεί «αρχετυπικής» πηγήςτου Δικαίου και της Νομικής Επιστήμης στον χώρο της Ηπειρωτικής Ευρώπης, προκύπτουν προεχόντως από τις «συλλογές» τους, όπως αυτές διατηρήθηκαν εν πολλοίς χάρη  στην «διάδοχο»  κατάσταση του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου.  Kαι κατά κύριο λόγο χάρη στην κωδικοποιητική επεξεργασία, η οποία κατέληξε στην εμβληματική «Ιουστινιάνεια Νομοθεσία». Μεταξύ των ως άνω «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti» -και πέραν εκείνων  που προμνημονεύθηκαν ως βασικοί εκπρόσωποι των «Σχολών» των «Προκουλιανών» και των «Σαβινιανών» ή «Κασσιανών»- ως σπουδαιότεροι μνημονεύονται εν συνεχεία, κατ’ αλφαβητική  σειρά για λόγους συστηματικούς, οι εξής:

δ1)    Ο Publius Juventius Celsus. Η νομική του δραστηριότητα αναπτύχθηκε και κορυφώθηκε την εποχή του Αυτοκράτορα Αδριανού. Την νομική του κατάρτιση οφείλει και στο γεγονός ότι ο πατέρας του υπήρξε αξιόλογος –εκ των ιδρυτικών μελών- νομομαθής της «Σχολής των Προκουλιανών». Ο Publius Juventius Celsus έγραψε  «πανδεκτική» νομική συλλογή αποτελούμενη από τριάντα εννέα βιβλία. Στο πολιτικό πεδίο διετέλεσε Πραίτωρ, Ύπατος –και μάλιστα δύο φορές- και μέλος του Consilium Principis  του Αυτοκράτορα Αδριανού.

δ2)    Ο Gaius. Η ζωή του και η διαδρομή του ως νομικού στην εποχή του τον καθιστούν μια «αινιγματική» ιστορικώς φυσιογνωμία. Και τούτο διότι η μεν επιρροή του στην εξέλιξη του Ρωμαϊκού Δικαίου και στους μεταγενέστερους νομικούς εκπροσώπους του είναι, οπωσδήποτε, αδιαμφισβήτητη και πανθομολογούμενη, όπως «μαρτυρούν» ιδίως το ότι αφενός είναι ένας εκ των πέντε σπουδαίων νομομαθών που αναφέρονται στον  «Νόμο των Αναφορών» του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β΄ (426 μ.Χ.).  Kαι, αφετέρου, στην κωδικοποίηση του Ιουστινιανού αποκαλείται, εν είδει ύψιστης αναγνώρισης, «Gaius noster» (Inst. 4, 18, 5). Πλην όμως ελάχιστα γνωρίζουμε, και σήμερα, για την ζωή του και την δραστηριότητά του στην Αρχαία Ρώμη. Σίγουρα έζησε την εποχή του Αυτοκράτορα Αδριανού (D. 3, 4, 5, 7) και ανήκε στην «Σχολή των Σαβινιανών», είναι δε αξιομνημόνευτο –αλλά και άκρως παράδοξο- ότι πιθανότατα δεν ανήκει στους «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti», στους οποίους είχε απονεμηθεί το κατά τα προεκτεθέντα  κοινό «προνόμιο» των «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti». Το βέβαιο είναι ότι ήταν Ρωμαίος Πολίτης, και δη εκ γενετής, με ιδιαίτερα πλούσια και  «εκλεπτυσμένη» Ελληνική μόρφωση –όπως συνέβαινε σχεδόν με όλους τους  ξεχωριστούς πνευματικούς Ρωμαίους πολίτες- αφού είχε την δυνατότητα να εκφράζεται και να γράφει, και μάλιστα μ’  εξαιρετική άνεση, τόσο στην Λατινική όσο και στην Ελληνική γλώσσα. Καθώς ήδη επισημάνθηκε προηγουμένως, δεν στηρίζεται σε τεκμηριωμένη βάση η άποψη που υποστηρίχθηκε από ορισμένους, σύμφωνα με την οποία τα έργα του Gaius ανήκουν στον Gaius Cassius Longinus, μαθητή του Massurius Sabinus και εκ των γνωστών νομομαθών της «Σχολής των Σαβινιανών».

δ3)    Ο Salvius Julianus. Έζησε την εποχή  των Αυτοκρατόρων Αδριανού, Αντωνίνου του «Ευσεβούς», μάλλον δε και του Μάρκου Αυρηλίου, με μεγάλη πολιτική δράση και κυρίως με  αναμφισβήτητα σπουδαία νομική  «παραγωγή», την οποία αξιοποίησε δεόντως ο Αυτοκράτορας Αδριανός. Ειδικότερα, άσκησε επί μακρόν καθήκοντα Υπάτου, Πραίτωρα και  Διοικητή Επαρχιών, κατά κύριο λόγο στην Γερμανία και στην Ισπανία. Στο πλαίσιο της Νομικής Επιστήμης στην Αρχαία Ρώμη άφησε τεράστιο «πανδεκτικό» γραπτό έργο, αποτελούμενο από ενενήντα βιβλία. Κατά ορισμένους, ο Salvius Julianus και ο Aemilius Papinianus είναι οι κατ’ εξοχήν «εμβληματικοί» εκπρόσωποι  της Νομικής Επιστήμης, η οποία ανέδειξε την διαχρονική αξία του Ρωμαϊκού Δικαίου.

δ4)    Ο Herennius Modestinus. Ίσως ο τελευταίος εξέχων Ρωμαίος εκπρόσωπος της Νομικής Επιστήμης της αποκαλούμενης «κλασσικής»  περιόδου. Ήταν μαθητής του Domitius Ulpianus και το έργο του καθιερώθηκε και αναγνωρίσθηκε ιστορικώς λόγω των σχετικών εκτενών  «αποσπασμάτων» του που εντάχθηκαν στον «Νόμον των Αναφορών» του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β΄. Υπενθυμίζεται ότι στον Herennius Modestinus ανήκει ο ορισμός του  γάμου, ο οποίος ήταν  γενικώς αποδεκτός έκτοτε –από τον 3ο αίωνα μ.Χ.- έως και τις τελευταίες δεκαετίες: «Γάμος στίν νδρός καί γυναικός  συνάφεια καί συγκλήρωσις το βίου παντός,  θείου τε καί νθρωπίνου δικαίου κοινωνία».

δ5)    Ο Aemilius Papinianus. Κατά την κρατήσασα μεταξύ των «επιγώνων» του νομικών άποψη, ο Aemilius Papinianus αναγνωρίζεται  ως ο κορυφαίος εκπρόσωπος της Νομικής Επιστήμης στο πεδίο του Ρωμαϊκού Δικαίου. Είναι δε άκρως αντιπροσωπευτική η αναφορά: «Ad sublimissimum Papinianus» (Const. Omnem, 1). Το γνωστό έργο του περιλαμβάνεται κυρίως στα δέκαεννέα βιβλία των «Responsa» και στα τριάντα εννέα βιβλία των «Quaestiones», που διασώθηκαν ιδίως χάρη στα τεκμήρια τα οποία αποτέλεσαν στην συνέχεια μέρος του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ο Aemilius Papinianus  διετέλεσε Praefectus Praetorio  και μέλος  του Consilium Principis –μαζί με τον Julius Paulus- την εποχή του Αυτοκράτορα Καρακάλλα. Έζησε έως το 212 μ.Χ., όταν και καταδικάσθηκε σε θάνατο από τον Αυτοκράτορα Καρακάλλα διότι αρνήθηκε να υποστηρίξει νομικώς την από αυτόν δολοφονία του αδελφού του Γέτα.

δ6)    Ο Julius Paulus. Ο οποίος, όπως ήδη επισημάνθηκε, έζησε και έδρασε ως νομικός την ίδια, περίπου, περίοδο με τον Aemilius Papinianus. Και αυτός διατέλεσε Praefectus Praetorio και μέλος  του Consilium Principis, όταν ήταν Αυτοκράτορας  ο Αλέξανδρος Σεβήρος. Το νομικό του έργο υπήρξε εντυπωσιακό, τόσο από πλευράς έκτασης όσο και από πλευράς ποιότητας. Το έργο αυτό έμεινε γνωστό κυρίως από  την συλλογή αποσπασμάτων, εκ πέντε βιβλίων, με τίτλο «Pauli Sententiae», καθώς και από το γεγονός ότι σημαντικό μέρος του «Πανδέκτη» του Ιουστινιανού, στο πλαίσιο του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, συντίθεται από αποσπάσματα  των νομικών συγγραφών του. Από το ως άνω έργο του αναφέρονται, ενδεικτικώς, τα «Σχόλια ad Sabinum» και τα «Responsa»,τα οποία εμπεριέχονται σε είκοσι τρία βιβλία.

δ7)    Ο Sextus Pomponius. Έζησε την ίδια περίοδο με τον Salvinus Julianus, δίχως όμως ν’ αποκτήσει την δική του νομική «αίγλη» και αναγνώριση. Την σπουδαιότερη για την Νομική Επιστήμη στην Αρχαία Ρώμη συμβολή του συνιστά η προσπάθειά του να συγγράψει μια «Ιστορία του Ρωμαϊκού Δικαίου», όπως αυτή καταγράφηκε στο έργο του «Liber Singularis Enchiridii». Διευκρινίζεται ότι πολλά από τα στοιχεία του έργου τούτου του Sextus Pomponius αλλοιώθηκαν ουσιωδώς στην συνέχεια.

δ8)    Ο Domitius Ulpianus. Ο οποίος δικαίως μπορεί να  χαρακτηρισθεί ως ο πιο «κλασσικός» από τους «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti», ιδίως αν  ληφθεί υπόψη η πληρότητα και η ευκρίνεια της νομικής του σκέψης, και κατ’ εξοχήν των  «ορισμών» που διατύπωσε για πολλές και  κρίσιμες έννοιες του Ρωμαϊκού Δικαίου. Από το εξαιρετικά πλούσιο έργο του  ξεχώρισαν μέσα στον χρόνο  οι «Institutiones», τα «Σχόλια ad Edictum» –περιεχόμενα σε ογδόντα τρία βιβλία –καθώς και τα «Σχόλα ad Sabinum». Είναι δε χαρακτηριστικό της νομικής αξίας της σκέψης του Domitius Ulpianus ότι διόλου ευκαταφρόνητο μέρος του «Πανδέκτη», ο οποίος συντάχθηκε επί Ιουστινιανού, αποτελείται από εκτεταμένα αποσπάσματα του έργου του. Ως προς την lato sensu πολιτική του σταδιοδρομία, ο Domitius Ulpianus άσκησε καθήκοντα  Praefectus Praetorio και Praefectus  Annonae.  

ε)     Η κατά τα  προεκτεθέντα Νομική Επιστήμη στην Αρχαία Ρώμη είχε αρχίσει  να παρακμάζει ήδη από την εποχή του Διοκλητιανού (284 μ.Χ.). Οπότε ο 3ος αιώνας μ.Χ. αναδεικνύεται, σε ό,τι αφορά αυτή την Νομική Επιστήμη, σε μια μεταβατική περίοδο που, ταυτοχρόνως, συμπίπτει με την προϊούσα μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Δύση προς την Ανατολή.

 ε1)    Την ως άνω «μετάβαση» σηματοδότησε, οιονεί επισήμως, και η μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στο Βυζάντιο.  Έκτοτε, η Νομική Επιστήμη που έως τότε είχε την «έδρα» της στην Ρώμη, «μετακομίζει»,  κατά κάποιο τρόπο,  στην Ανατολική πλευρά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και υφίσταται σημαντικές μεταλλάξεις, σε σχέση με τα αρχικά της χαρακτηριστικά, «συναντώντας» το ανερχόμενο «Ελληνιστικό Πνεύμα».

ε2)     Υπό τις συνθήκες αυτές, ενώ στην Δύση η Νομική Επιστήμη, η σχετιζόμενη με το Ρωμαϊκό Δίκαιο, διέρχεται περίοδο εντεινόμενης παρακμής, δημιουργούνται στην Ανατολή νέες Νομικές Σχολές.  Ήδη από τον 3ο αιώνα είχε ιδρυθεί η Νομική Σχολή της Βηρυτού, ενώ «δομές» Νομικών Σχολών αρχίζουν ν’ ακμάζουν προοδευτικώς στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλεξάνδρεια, στην Αντιόχεια και στην Αθήνα.  Ιδίως οι Νομικές Σχολές της Βηρυτού και της Κωνσταντινούπολης αναδεικνύουν νέες «μορφές» της νομικής σκέψης, π.χ. στα πρόσωπα του Ευδοκίου, του Κυρίλλου, του Λεοντίου και του Πατρικίου.

Γ. Η «προϊστορία» του Δωδεκάδελτου Νόμου

Στην βάση του Ρωμαϊκού Δικαίου ίσχυσε, για τέσσερις σχεδόν αιώνες  -αρχής γενομένης από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ.-  ο «Δωδεκάδελτος Νόμος» («Lex Duodecim Tabularum»).  Προ του «Δωδεκάδελτου Νόμου» φαίνεται να ίσχυε μια μορφή αρχαϊκού Ρωμαϊκού Δικαίου, το λεγόμενο «Jus Quiritium», εφαρμοζόμενο επί των «Quirites», δηλαδή κατά βάση επί των «Cives Romani».

1. Η «γέννηση» του Δωδεκάδελτου Νόμου

Το δίκαιο αυτό  -ιδίως κατά την εποχή της Βασιλείας-  ήταν κυρίως άγραφο και εθιμικό, ερειδόμενο σε μεγάλο βαθμό επί των «Mores Majorum» και επί της «Consuetudo».  Αναφέρεται μάλιστα ιστορικώς και μια συλλογή κανόνων δικαίου, το «Jus Papirianum», εκ του ονόματος του συντάκτη της, του Παπιριανού (Papirianus), πρώτου «Pontifex Maximus» μετά την κατάλυση της Βασιλείας.  Ο οποίος την κατήρτισε συγκεντρώνοντας και συστηματοποιώντας τις «Leges Regiae», που αναφέρονται ως νόμοι ψηφισθέντες επί Βασιλείας.  Μάλλον όμως δεν επρόκειτο περί ψηφισμένων νόμων αλλά περί ενός συνόλου επίσης αρχαϊκών κανόνων του «Ιερού Δικαίου», τους οποίους  εφάρμοζαν οι «Pontifices».  Στην συνέχεια θεσπίσθηκε ο «Δωδεκάδελτος Νόμος», κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες:

α) Υπό το προμνημονευόμενο καθεστώς του εθιμικού και άγραφου δικαίου -κατά τον Pomponius, καθεστώς «sine lege certa, sine jure certo»- οι Πληβείοι αισθάνονταν ανασφαλείς και υποβαθμισμένοι μιας και το Δίκαιο απονεμόταν, σχεδόν κατά γενικό κανόνα, υπέρ των Πατρικίων.

β) Με πρωτοβουλία του Δημάρχου Τερεντίλιου Χάρσα (Terentilius Harsa) αντέδρασαν δυναμικώς και ζήτησαν γραπτή κωδικοποίηση του Δικαίου.  Οι Πατρίκιοι αρχικώς αρνήθηκαν, για να καμφθούν στην συνέχεια ύστερα από δέκα ολόκληρα χρόνια και να συμφωνήσουν στην συγκρότηση σχετικής «νομοπαρασκευαστικής επιτροπής».  Μάλιστα, κατά μία ιστορική παράδοση τριμελής πρεσβεία της έφθασε στην Αθήνα, το 455 π.Χ., για την μελέτη της νομοθεσίας Σόλωνος.  Άλλωστε,  είναι γεγονός ότι οι ίδιοι οι Ρωμαίοι αποδέχονταν μια τέτοια νομοθετική επιρροή.  Για παράδειγμα, ο Κικέρων («De Legibus», 2.23.58) και ο Gaius («De Legem XII Tabularum», D.10.1.13, 42.22.7) υποστήριζαν ότι συγκεκριμένες διατάξεις του «Δωδεκάδελτου Νόμου» είχαν ως πρότυπο την νομοθεσία του Σόλωνος.

2. Αρχαιοελληνικά «ίχνη» στο κανονιστικό πλαίσιο του Δωδεκάδελτου Νόμου

Για «του λόγου το ασφαλές», ιδιαιτέρως ενδεικτικές της επί του Δωδεκάδελτου Νόμου επιρροής των Αρχαίων Ελληνικών Δικαίων, και πρωτίστως της νομοθεσίας του Σόλωνος, είναι οι εξής «μαρτυρίες» του Gaius και του Ulpianus (βλ., ενδεικτικώς, Λυδίας Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη, «Στοιχεία ελληνικών επιδράσεων στα λατινικά κείμενα του Corpus Juris Civilis. Αποσπάσματα από την αρχαιοελληνική γραμματεία.», εκδ. Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, 2006, ιδίως σελ. 79 επ.):

α) Κατά τον Gaius, ειδικώς οι διατάξεις του Δωδεκάδελτου Νόμου, κατά τις οποίες οι εταιρικές συμφωνίες -στο πλαίσιο ενός πρωτόλειου δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι την εποχή εκείνη- είναι ισχυρές μόνον όταν δεν αντίκεινται προς τους κείμενους νόμους (Δωδεκάδελτος Νόμος, VIII. 27: «His (sodalibus) potestatem facit lex (XII tab.), pactionem quam velint sibi ferre, dum ne quid ex publica lege corrumpant; sed haec lex videtur ex lege Solonis translate est»), κατάγονται ευθέως από την Νομοθεσία του Σόλωνος  (D.47.22.4: «Gaius libro quarto ad legem duodecim, sodales sunt, qui eiusdem collegii sunt: quam Graeci ταιρείαν vocant· his autem potestatem facit lex pactionem quam velint sibi ferre, dum ne quid ex publica lege corrumpant· sed haec lex videtur ex lege Solonis tralata esse·  nam illuc ita est: άν δ δμος φράτορες ερών ργίων ναται σύσσιτοι μόταφοι θιασται π λείαν οχόμενοι ες μπορίαν, τι ν τούτων διαθνται πρς λλήλους, κύριον εναι, ἐὰν μ παγορεύσ δημόσια γράμματα.»)

β) Επίσης κατά τον Gaius, σειρά διατάξεων περί του κανονισμού ορίων στο ρυθμιστικό πεδίο του Δωδεκάδελτου Νόμου (Δωδεκάδελτος Νόμος, VII, 2) έχουν τις ρίζες τους στην Νομοθεσία του Σόλωνος.   (D.10.1.13: «Gaius libro quarto ad legem duodecim tabularum, sciendum est in actione finium regundorum illud observandum esse, quod ad exemplum quodammodo eius legis scriptum est, quam Athenis Solonem dicitur tulisse: nam illic ita est: Ἐὰν τς αμασιν παρ’ λλοτρί χωρί ρύττ, τν ρον μ παραβαίνειν· ἐὰν τειχίον, πόδα πολείπειν· ἐὰν δ οκημα, δύο πόδας· ἐὰν δ τάφον βόθρον ρύττ, σον τ βάθος , τοσοτον πολείπειν· ἐὰν δ φρέαρ, ργυιάν, λαίαν δ κα συκν ννέα πόδας π το λλοτρίου φυτεύειν, τ δ λλα δένδρα πέντε πόδας.»)

γ) Επιπλέον, κατά τον Ulpianus η διάκριση της κλοπής σε φανερή –«επ’ αυτοφώρ»-  και μη φανερή στον Δωδεκάδελτο Νόμο  (Ι.1.10) προέρχεται από αντίστοιχες αναφορές των Αρχαίων Ελληνικών Δικαίων (D.47.2.3: «Ulpianus libro quadrangesimo primo ad Sabinum, fur est manifestus, quem Graeci π’ ατοφώρappellant, hoc est eum, qui deprehenditur cum furtoEt parvi refert, a quo deprehendatur, utrum ab eo cuius res fuit au ab alio. Sed ultrum ita demum fur sit manifestus, si in faciendo furto deprehendatur, an vero et si alicubi fuerit deprehensus? Et magis est, ut et Iulianus scripsit, etsi non ibi deprehendatur, ubi furtum fecit, adtyamen esse furem manifestum, si cum re furtiva fuerit adprehensus, priusquam eo loci rem pertulerit, quo destinaverat.»)  Τα προεκτεθέντα επιβεβαιώνονται και από το ακόλουθο χωρίο των «Βασιλικών» (Β.60.12.2): «Κα μανίφεκτος μν κλοπ στιν ν ο λληνες καλοσιν π’ ατοφώρ, τουτέστιν τε κλέπτης καταλαμβάνεται μετ το κλαπέντος πράγματος. Κα ο διαφερόμεθα, τς στιν πέχων ατόν, πότερον παρ’ κείνου κρατεται το κυρίου το πράγματος ντος παρ’ τέρου τινός.»

3. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας κατάρτισης του Δωδεκάδελτου Νόμου

Τελικώς,  περί το 450 π.Χ. η ορισθείσα προηγουμένως, το 451 π.Χ., με την συναίνεση Πατρικίων και Πληβείων Δεκαμελής Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή -«Decemviri Legibus Scribendis»- ολοκλήρωσε την κωδικοποίηση της νομοθεσίας της «Ρωμαίων Πολιτείας» και την κατέγραψε σε δώδεκα δέλτους.  Έτσι προέκυψε ο «Δωδεκάδελτος Νόμος», ως «Lex Duodecim Tabularum», και κυρώθηκε από την Λαϊκή Συνέλευση «Comitia Curiata», συνιστώντας τον πρώτο ψηφισμένο νόμο  -«Lex Rogata»- στην Αρχαία Ρώμη.  Κατά τον Τίτο Λίβιο, ο «Δωδεκάδελτος Νόμος» ήταν ο «Θεμελιώδης Νόμος» της «Res Publica», πηγή του συνόλου του Δημόσιου, του Ιδιωτικού και του Ποινικού Δικαίου, ουσιαστικού και δικονομικού.

α) Οι διατάξεις του «Δωδεκάδελτου Νόμου» χαράχθηκαν σε δώδεκα ορειχάλκινες πινακίδες -οι οποίες δεν διασώθηκαν- που αναρτήθηκαν στο κέντρο της Αρχαίας Ρώμης, στο «Forum», κοντά στο «Βήμα των Ρητόρων» («Rostra»), προκειμένου να έχουν όλοι πρόσβαση σε αυτές και ν’ αποτελεί έτσι το κανονιστικό τους περιεχόμενο «κοινόν κτήμα».  Κάτι το οποίο, όπως είναι ευνόητο, εξυπηρετούσε τα μέγιστα και την ασφάλεια δικαίου, ιδίως μέσω της προσφυγής στ’ αρμόδια «δικαιοδοτικά» fora της εποχής.  Πρόκειται για την πρώτη, τόσο οργανωμένη  και με τόση «επισημότητα», δημοσιοποίηση νομοθετικών ρυθμίσεων στην Αρχαιότητα, κατά κάποιον τρόπο αφενός «προάγγελο» της σύγχρονης υποχρεωτικής δημοσίευσης κυρίως των κανονιστικού περιεχομένου ρυθμίσεων στα δημοκρατικώς οργανωμένα Κράτη.  Και, αφετέρου, «αρχή απόδειξης» ότι και στην τότε «Ρωμαίων Πολιτεία» δεν απουσίαζαν παντελώς κάποια ίχνη στοιχειώδους δημοκρατικής οργάνωσης δια της, έμμεσης και a posteriori βεβαίως, λαϊκής νομιμοποίησης των ισχυόντων κανόνων δικαίου.

β) Υπενθυμίζεται,  ότι η δημοσίευση συνιστά σήμερα στα δημοκρατικώς οργανωμένα Κράτη προϋπόθεση αυτού τούτου του υποστατού των κανόνων δικαίου κανονιστικού περιεχομένου.  Υπό την έννοια ότι αν δεν δημοσιευθούν, όπως ο νόμος ορίζει, δεν είναι απλώς άκυρες αλλά κατά κανόνα πλήρως ανυπόστατες.  Γεγονός το οποίο σημαίνει ότι δεν μπορεί να επέλθει η έναρξη της ισχύος τους έναντι πάντων και, κατά λογική νομική ακολουθία, δεν μπορούν να παραγάγουν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, έννομα αποτελέσματα. Με την πρόσθετη -οπωσδήποτε αυτονόητη πλην όμως αναγκαία- επισήμανση, ότι η διαδικασία δημοσίευσης των ισχυόντων και εφαρμοζόμενων εκάστοτε κανόνων δικαίου κανονιστικού περιεχομένου συνιστά εφαρμογή στην πράξη της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας στο θεσμικό καθεστώς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Και τούτο, διότι οι πολίτες έχουν συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα να γνωρίζουν, και δη στο ακέραιο, τουλάχιστον τους γενικούς και απρόσωπους κανόνες δικαίου που θεσπίζονται από τα όργανα τα οποία εκλέγονται από αυτούς κατά την ενάσκηση των αντίστοιχων, επίσης συνταγματικώς κατοχυρωμένων, πολιτικών δικαιωμάτων τους σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας.

4. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Εν κατακλείδι, μάλλον πρέπει να μνημονευθεί -ως επιπροσθέτως ενδεικτικό της σημασίας του «Δωδεκάδελτου Νόμου» για τους πολίτες της Αρχαίας Ρώμης- ότι κατά τον Κικέρωνα, σε παλαιότερη εποχή, οι μαθητές στα διάφορα αναγνωρισμένα εκπαιδευτήρια «αποστήθιζαν» υποχρεωτικώς τις διατάξεις του.  Στο σημείο δε αυτό πρέπει επίσης να μνημονευθεί και η «συγγένεια» μ’ εκείνο το «έθιμο» στην Αρχαία Σπάρτη, κατά το οποίο η αγωγή των νέων περιλάμβανε, εκτός από την στρατιωτική εκπαίδευση, και την «αποστήθιση» των διατάξεων της Νομοθεσίας του Λυκούργου.  Δοθέντος ότι οι διατάξεις της καθιέρωσαν, μεταξύ άλλων, και θεσμικώς τον στρατιωτικό, κατά βάση, χαρακτήρα της Σπαρτιατικής κοινωνίας.  Η επισήμανση αυτή αποκτά τόσο μεγαλύτερη σημασία, όσο αναδεικνύει και αρκετά κοινά σημεία αναφορικά με τον στρατιωτικό χαρακτήρα της κοινωνικής οργάνωσης στην Αρχαία Σπάρτη και στην Αρχαία Ρώμη.  Στρατιωτικό χαρακτήρα, ο οποίος άσκησε ουσιώδη επιρροή στην μετέπειτα δομή και εξέλιξη της «κραταιάς» Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. 

ΙΙ.     Η εξελικτική πορεία της αρχαιορωμαϊκής Έννομης Τάξης παραλλήλως προς την άνοδο και την τελική παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας  

    Ήδη αναδείχθηκε ότι ο Δωδεκάδελτος Νόμος αποτέλεσε το σπουδαιότερο νομοθέτημα, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε αρχικώς η Έννομη Τάξη της Αρχαίας Ρώμης.  Νομοθέτημα που συνετέλεσε τα μέγιστα και στην εμπέδωση της «Res Publica» ως θεσμικού «πυρήνα» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην βάση του οποίου ρυθμίσθηκαν κανονιστικώς οι έννομες σχέσεις των «Cives Romani»,  ιδίως στα πρώτα στάδια παγίωσης και ανάπτυξης της «Ρωμαίων Πολιτείας».  Όπως είναι ευνόητο  -κυρίως αν αναλογισθεί κανείς την ραγδαία πολιτικοθεσμική ενδυνάμωση και εξάπλωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας-  το κανονιστικό πλαίσιο του Δωδεκάδελτου Νόμου χρειάσθηκε,  στην πορεία εδραίωσης και ενίσχυσης του θεσμικού «συμπλέγματος» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας,  μεγάλες και καταλυτικές, ως προς την όλη δομή της Έννομης Τάξης της, αλλαγές και, ιδίως, συμπληρώσεις.  Αλλαγές και συμπληρώσεις οι οποίες «συμπορεύθηκαν» κατ’ ανάγκη  -δοθέντος ότι, εκ φύσεως, ο κανόνας δικαίου θεσμοθετείται και εφαρμόζεται ως «εποικοδόμημα» της κοινωνικοοικονομικής «υποδομής» από την οποία «πηγάζει» και με την οποία διατηρεί, αδιαλείπτως, μιαν «αμφίδρομη», οιονεί διαλεκτική, σχέση και αντίστοιχη επιρροή-  με τις μακράς χρονικής διάρκειας μεταλλάξεις της ρωμαϊκής «Res Publica».  Στην αρχή «επί τα βελτίω» και εν τέλει «επί τα χείρω», σε ό,τι αφορά την όλη διαδρομή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έως την τελική της κατάρρευση.  Παρά τους «κινδύνους» που συνεπάγεται, μοιραίως, μια «κατηγοριοποίηση» των θεσμικών παρεμβάσεων, οι οποίες συντελέσθηκαν στο πλαίσιο των αλλαγών και των συμπληρώσεων του Δωδεκάδελτου Νόμου, δεν απέχει αισθητώς από την ιστορική πραγματικότητα η διάκριση των παρεμβάσεων τούτων σε τρεις, grosso modo, κατηγορίες: Πρώτον, στα νομοθετήματα που θεσπίσθηκαν από τα κορυφαία όργανα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και συγκεκριμένα από την Σύγκλητο και τον Αυτοκράτορα.  Δεύτερον, στους κανόνες δικαίου που «διαπλάσθηκαν» κατά την περίοδο «άνθησης» του «Jus Praetorium» ή «Jus Honorarium», με σπουδαιότερο «όχημα» θεσμικής «προώθησής» του την «Per Formulam» διαδικασία.  Και, τρίτον, στο υπό την μορφή κατ’ εξοχήν γενικών αρχών –στηριζόμενων εν πολλοίς στα κανονιστικά «προτάγματα» της επιείκιας (aequitas)- δικαϊκό «αμάλγαμα», το οποίο «πήγασε» από τον προδήλως πρωτότυπο, για τα νομικά δεδομένα της εποχής εκείνης, «νομοπαραγωγικό» μηχανισμό της «Cognitio Extra Ordinem» (βλ., εντελώς ενδεικτικώς, Αλεξάνδρου Λιτζεροπούλου (παραδόσεις), «Εισηγήσεις Ρωμαϊκού Δικαίου», εκδ. Α.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα, 1943, ιδίως σελ.84 επ.).

Α. Τα «Senatus Consulta» της Συγκλήτου και οι «Constitutiones» των Αυτοκρατόρων

Tην Έννομη Τάξη στην Αρχαία Ρώμη «εμπλούτισαν» κανονιστικώς, και δη σε μεγάλη έκταση, από την μια πλευρά οι lato sensu νομοθετικές παρεμβάσεις της Συγκλήτου, μέσω των «Senatus Consulta», ήτοι των «Συγκλητικών Γνωμοδοτήσεων».  Και, από την άλλη πλευρά, οι κανόνες δικαίου που θέσπιζαν κατά καιρούς οι Αυτοκράτορες μέσω των «Constitutiones Principum», ήτοι των «Αυτοκρατορικών Διατάξεων». 

1. Τα «Senatus Consulta» ως θεσμικό μέσο των lato sensu νομοθετικών παρεμβάσεων της Συγκλήτου

Τα Συγκλητικά «Senatus Consulta» εκδίδονταν, και μάλιστα ευρέως, κυρίως για να ρυθμίσουν θέματα του «Jus Civile».  Δηλαδή του ρωμαϊκού Αστικού Δικαίου, μ’ έμφαση στα θέματα του δικαίου των προσώπων και του δικαίου αναφορικά με τις  κληρονομικές σχέσεις.

α) Κατ’ αρχήν, σύμφωνα με την Έννομη Τάξη στην Αρχαία Ρώμη η Σύγκλητος είχε πρωτίστως συμβουλευτικές αρμοδιότητες.  Όμως υπό την πίεση της, κατά τα προεκτεθέντα, ανάγκης κανονιστικής συμπλήρωσης του Δωδεκάδελτου Νόμου η Σύγκλητος απέκτησε και νομοθετικές αρμοδιότητες, αρχικώς κατά το δεύτερο ήμισυ της αποκαλούμενης «Δημοκρατικής Περιόδου» και στην συνέχεια  -και κατά κύριο λόγο-  όταν πλέον διαμορφώθηκε το καθεστώς της «Ηγεμονίας».  Το τέλος των ποικιλόμορφων νομοθετικών παρεμβάσεων της Συγκλήτου επήλθε μετά την επικράτηση της Απόλυτης Μοναρχίας,  και μάλλον περί τα τέλη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

β) Στην αρχική τους μορφή τα «Senatus Consulta» ήταν γνωμοδοτήσεις της Συγκλήτου, τις οποίες διατύπωνε ύστερα από αιτήματα που απευθύνονταν προς αυτήν αρμοδίως.  Στην συνέχεια επικράτησε η πρακτική ν’ απευθύνουν οι κατά περίπτωση αρμόδιοι Άρχοντες στην Αρχαία Ρώμη προς την Σύγκλητο και αιτήματα έγκρισης από αυτήν των προτάσεων νόμων, πριν οι τελευταίοι υποβληθούν προς τελική θέσπιση στα αρμόδια Comitia.  Επέκεινα, και με βάση την ως άνω πρακτική, η Σύγκλητος, σε περιπτώσεις εξαιρετικώς επείγουσες, άρχισε να παίρνει την πρωτοβουλία της πρότασης προς τους αρμόδιους Άρχοντες να καταρτίζουν εκείνοι νόμους, τους οποίους στην συνέχεια όφειλαν να υποβάλουν προς τελική θέσπιση στα αρμόδια Comitia.

γ) Όμως, ολοκληρωμένη και ουσιαστικώς πλήρης νομοθετική αρμοδιότητα αναγνωρίσθηκε στην Σύγκλητο για την έκδοση των «Senatus Consulta» κατά την περίοδο της Ηγεμονίας. 

γ1)    Ήταν τότε που οι Αυτοκράτορες αποφάσισαν ν’ αφαιρέσουν από τα Comitia αυτά κάθε νομοθετική αρμοδιότητα.  Πλην όμως,  και έως ότου «απορροφηθούν» οι αντιδράσεις από μια πλήρη συγκέντρωση της νομοθετικής αρμοδιότητας αποκλειστικώς στην εξουσία τους, οι Αυτοκράτορες ανέθεσαν την αρμοδιότητα αυτή στην Σύγκλητο.  Την κατά τ’ ανωτέρω «επιφυλακτική» στάση τήρησε, στο πλαίσιο της γνωστής και «σώφρονος» στάσης του να μην προκαλεί ευθέως τα κύρια συλλογικά όργανα της «Ρωμαίων Πολιτείας», κατ’ εξοχήν ο Οκταβιανός Αύγουστος. 

γ2)    Οπωσδήποτε η νομοθετική αυτή αρμοδιότητα της Συγκλήτου ήταν προδήλως επιφανειακή.  Και τούτο διότι ναι μεν η Σύγκλητος μπορούσε να μην δεχθεί την πρόταση του Αυτοκράτορα, ο οποίος εμφανιζόταν ενώπιόν της και απευθυνόταν προς τα μέλη της δια της «oratio».  Αλλά λόγω της μεγάλης εξουσιαστικής επιρροής του προτείνοντος Αυτοκράτορα, στην πραγματικότητα η Σύγκλητος απλώς «επικύρωνε» τις νομοθετικές του επιλογές.  Με την οριστική επικράτηση της Απόλυτης Μοναρχίας εγκαταλείφθηκε η κατά τ’ ανωτέρω νομοθετική πρακτική των «Senatus Consulta» και, πλέον,  οι Αυτοκράτορες ασκούσαν οι ίδιοι την νομοθετική αρμοδιότητα μέσω των «Constitutiones»,  όπως εκτίθεται στην συνέχεια. 

2. Οι «Constitutiones Principum»: Το νομοθετικό «οπλοστάσιο» των Αυτοκρατόρων

Πολύ περισσότερο κρίσιμη και ουσιαστική για τον «εμπλουτισμό» της Έννομης Τάξης στην Αρχαία Ρώμη υπήρξε η συμβολή των «Constitutiones Principum». Ήτοι των «Αυτοκρατορικών Διατάξεων», οι οποίες εκδίδονταν με βάση την απονεμόμενη στον Αυτοκράτορα υπέρτατη νομοθετική εξουσία διά της «Lex de Imperio». Και οι οποίες αποτέλεσαν την κυριότερη  -αν όχι την αποκλειστική σχεδόν-  «πηγή δικαίου» στο πλαίσιο της «Ρωμαίων Πολιτείας» μετά την εγκαθίδρυση της Απόλυτης Μοναρχίας, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως.

α) Μέσω των «Constitutiones Principum» οι Αυτοκράτορες θέσπιζαν πλέον, με ίδια και αποκλειστική πρωτοβουλία και δίχως οιονδήποτε περιορισμό σε ό,τι αφορά την διάπλαση του κανονιστικού τους περιεχομένου, κάθε είδους, από πλευράς ρύθμισης,  νομοθετικές ρυθμίσεις.  Δηλαδή, εν τέλει, διατάξεις με κανονιστικό ρυθμιστικό περιεχόμενο.  Άρα ο lato sensu νόμος ήταν δημιούργημα του Αυτοκράτορα και μόνο, παίρνοντας την θεσμική μορφή μιας από τις πιο  εμβληματικές εκφάνσεις του αυτοκρατορικού «Imperium».  Εξ ού και στην Ρωμαϊκή Ιστορία αλλά και στην Νομική Επιστήμη στην Αρχαία Ρώμη διατυπώθηκε η γνωστή ρήση  -η οποία «διατρέχει» έκτοτε την Ιστορία του Δικαίου εν γένει-  «quod principi placuit legis habet vigorem».  Οι lato sensu νόμοι, οι οποίοι θεσπίζονταν μέσω των αυτοκρατορικών «Constitutiones Principum»,  ονομάζονταν «Leges Novae» και διαμόρφωσαν το «Jus Novum».  Ήτοι «Νέοι Νόμοι» που «σηματοδοτούσαν» θεσμικώς το «Νέο Δίκαιο»,  σε αντίθεση προς το προγενέστερο «Jus Vetus», δηλαδή το «Παλαιό Δίκαιο».

β) Στην Ιστορία του Ρωμαϊκού Δικαίου «καταγράφηκαν», κατά την κατηγοριοποίηση της τότε Νομικής Επιστήμης, τέσσερα είδη «Constitutiones Principum», οι οποίες θέσπιζαν ποικίλες μορφές κανόνων δικαίου:

β1)    Πρώτον, τα «Edicta».  Επρόκειτο για τις νομοθετικές εκείνες πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις του Αυτοκράτορα, οι οποίες γνωστοποιούνταν δημοσίως και ανταποκρίνονταν περισσότερο στα χαρακτηριστικά της stricto sensu νομοθετικής ρύθμισης ίσχυαν δε στο σύνολο της επικράτειας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

β2) Δεύτερον, τα «Decreta».  Αυτά ήταν κατ’ ουσία δικαστικές αποφάσεις, και δη εξοπλισμένες με δύναμη δεδικασμένου, εκ του οποίου απέρρεε και ο συγκεκριμένος, κατά περίπτωση, κανόνας δικαίου.  Τα «Decreta» είναι η θεσμική «επιτομή» της δικαιοδοσίας που ασκούσε ο Αυτοκράτορας, δοθέντος ότι κατά την περίοδο της Απόλυτης Μοναρχίας ασκούσε στην πράξη και την ανώτατη δικαστική εξουσία, σε πρώτο και κυρίως σε δεύτερο βαθμό.

β3) Τρίτον, τα «Rescripta».  Μέσω αυτών ο Αυτοκράτορας έδινε νομοθετικές απαντήσεις στα ερωτήματα και τις αιτήσεις θεραπείας που του υπέβαλαν οι ιδιώτες, καθώς και σ’ ερωτήματα κατώτερων ειδικών διοικητικών αρχών, οι οποίες μπορούσαν ν’ απευθυνθούν στον Αυτοκράτορα ζητώντας οδηγίες ως προς την επίλυση των ενώπιόν τους αγόμενων διαφορών μεταξύ πολιτών.  Συνήθως τα «Rescripta» έπαιρναν την μορφή γνωμοδοτικών παρεμβάσεων νομικού, αμιγώς, περιεχομένου  και  εξεδίδοντο ύστερα από την γνώμη του «Consilium Principis». Είναι προφανές ότι και τα περισσότερα από αυτά τα «Rescripta» μπορούν να υπαχθούν στις lato sensu δικαιοδοτικές αρμοδιότητες του Αυτοκράτορα, με δεδομένο ότι, καθώς επισημάνθηκε, τις περισσότερες τουλάχιστον φορές είχαν ως στόχο την επίλυση διαφορών στην πράξη.

β4) Και, τέταρτον, τα «Mandata».  Αυτά συνίσταντο σε οδηγίες –σε πολλές περιπτώσεις για θέματα φορολογικού περιεχομένου- τις οποίες είχε την εξουσία ν’ απευθύνει ο Αυτοκράτορας σε ανώτερους δημόσιους λειτουργούς της «Ρωμαίων Πολιτείας» κατά την άσκηση των διοικητικών αρμοδιοτήτων τους.  Επειδή δε οι οδηγίες αυτές ενείχαν συχνά σαφώς πρωτογενείς κανονιστικές ρυθμίσεις ως προς την άσκηση αυτών των διοικητικών αρμοδιοτήτων, γι’ αυτό και τα «Mandata» μπορούν να ενταχθούν,  υπό προϋποθέσεις βεβαίως, στο ευρύτερο πεδίο της εκ μέρους του Αυτοκράτορα άσκησης νομοθετικού έργου. Σημειωτέον, ότι αρκετές από τις κατά τ’ ανωτέρω οδηγίες των «Mandata» εμπεριέχονταν και σε συστηματικές συλλογές, αποκαλούμενες «Libri Mandatorum».

Β. Το «Jus Praetorium» ή «Jus Honorarium»: Η καθοριστική συμβολή των Πραιτόρων στην «ανανέωση» του Ρωμαϊκού Δικαίου

Η, μετά αιώνες εφαρμογής του, προκύψασα ανάγκη  αντιμετώπισης του παρωχημένου, πλέον, χαρακτήρα αλλά και της κανονιστικής «ακαμψίας» του Δωδεκάδελτου Νόμου -το ιστορικό παράδειγμα του Γαΐου, ως προς την αδυναμία ρύθμισης των συνεπειών της «κοπής κλημάτων» μέσω της ρύθμι­σης περί «κοπής δένδρων», είναι άκρως χαρακτηριστικό-  που οδήγησαν σ’ ένα είδος «δικονομικής αφλογιστίας» το δια των δικονομικών τύπων των «Legis Actiones» σύστημα επίλυσης των διαφορών μεταξύ ιδιωτών, «ώθησε» το δικαστικό σύστημα της «Res Publica» στην επινόηση της «Per Formulam» διαδικασίας και, περαιτέρω, στην διαμόρφωση του «Jus Praetorium» («Jus Honorarium»).

1. Η ιστορική διαδρομή εξέλιξης και η θεσμική «φυσιογνωμία» του «Jus Praetorium» ή «Jus Honorarium»

Η «Per Formulam» διαδικασία ίσχυσε έως το 342 μ.Χ, όταν και καταργήθηκε με διάταξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Την «Per Formulam» διαδικασία παγίωσε η «Lex Aebutia» (149/126 π.Χ.), καθιερώνοντας οριστικά τα δύο στάδια απο­νομής της Δικαιοσύνης, στο πλαίσιο πλέον του «Jus Praetorium».

α) Το πρώτο στάδιο («In Jure»), συνίστατο στην ενώπιον του       αρ­μόδιου Πραίτορα -συνήθως ήταν ο «Praetor Peregrinus»- δικονομική «πα­ράσταση». Αυτός διατύπωνε την γενική «Formula» της επί­λυσης της διαφοράς και όριζε τον αρμόδιο δικαστή. Ιδιώτη δικαστή, επιλεγόμενο ad hocJudex Datus»), αντίθετα με την προγενέστερη διαδικασία των «Legis Actiones» όπου ο δικαστής ήταν ανώτερο κρατικό όργανο, εγγεγραμμένο σε ειδικό «λεύκωμα»Album Judicum»).

β) Ενώπιον αυτού του δικαστή εκτυλισσόταν πλέον το δεύτερο -και τελευταίο- στάδιο επίλυ­σης της διαφοράς («In Judicio»), στο πλαίσιο του οποίου εκ­διδόταν η οριστική απόφαση, πάντα όμως εντός των κανονιστικών ορίων της αντίστιοχης «Formula».

2. Η μέσω της «Jus Praetorium» ή «Jus Honorarium» διάπλαση νέων κανόνων του Ρωμαϊκού Δικαίου

Υπενθυμίζεται ότι κάθε Πραίτωρ στην αρχή της θητείας του δημοσίευε, για να γίνει γενικώς γνωστό στους Ρωμαίους Πολίτες, το δικό του «Edictum Perpetuum», χαρακτηριστικό στοιχείο του ειδικού εν προκειμένω «Imperium» που διέθετε.

α) Το «Edictum Perpetuum»  περιλάμβανε τις γενικές γραμμές  της «Per Formulam» διαδικασίας, την οποία ο αρμόδιος Πραίτωρ επρόκειτο να τηρήσει έως την απαλλαγή του από τα καθήκοντά του.

α1)    Ο επόμενος «διάδοχος» Πραίτωρ μπορούσε, μέσω του δικού του «Edictum Perpetuum», να επιφέρει τις μεταβολές της προγενέστερης «Per Formulam» διαδικασίας που θεωρούσε επιβεβλημένες. Συνήθως όμως οι μεταβολές αυτές δεν ήταν μεγάλες, αφού κάθε Πραίτωρ μάλλον σεβόταν, τουλάχιστον κατά κανόνα, την νομοθετική «παρακαταθήκη» των προκατόχων του. Με τον τρόπο αυτό ένα μέρος του «Edictum» κάθε Πραίτορα μεταβιβαζόταν αυτούσιο στον επόμενο και παρέμενε αμετάβλητο, ονομαζόταν δε «Edictum Tralaticium».  Ενώ οι εκάστοτε,  «ευάριθμες»  όπως επισημάνθηκε, νομοθετικές καινοτομίες  έφεραν τον τίτλο «Edicta Nova» ή «Clausulae Novae».

α2) Με πρωτοβουλία του Αυτοκράτορα Αδριανού, και προκειμένου να παγιωθεί οριστικώς το έως τότε «Jus Praetorium» ή «Jus Honorarium», εκδόθηκε ένα τελικό «Edictum Perpetuum», μάλλον το 130 μ.Χ.  Ο Αδριανός ανέθεσε την σύνταξή του στον γνωστό νομικό της εποχής  Salvius Julianus –συγκαταλεγόμενο, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, μεταξύ των κορυφαίων «Juris Prudentes» ή «Juris Consulti» της εποχής αυτής- ο οποίος όχι μόνο «κωδικοποίησε» τους προγενέστερους κανόνες αλλά επέφερε και κάποιες, επιβεβλημένες λόγω διαδρομής πολλού χρόνου, τροποποιήσεις.  Το ως άνω οριστικό «Edictum Perpetuum» δεν μπορούσε πια να μεταβληθεί ως προς το κανονιστικό του περιεχόμενο, παρά μόνο μέσω των «Constitutiones» -και συγκεκριμένα ιδίως μέσω των «Edicta»- του Αυτοκράτορα.

β) Και ναι μεν στην «Per Formulam» διαδικασία ο αρμόδιος «Praetor» δεν είχε πλήρη δικαιοπλαστική ικανότητα.

β1) Πλην όμως καθορίζοντας, κατ’ αποτέλεσμα, το όλο νομικό πλαίσιο επί­λυσης της διαφοράς οδηγείτο, κατ’ ουσία σχεδόν νομοτελειακώς, σ’ ερμηνευτικές μεθόδους δραστικής επικουρίας, συμπλήρωσης ή και διόρθω­σης των ισχυόντων κανόνων δικαίου του «Αστικού Δικαίου» («Jus Civile»).

β2) Εξ ου και ο κλασικός ορισμός που έδωσε στο, σταδιακώς διαμορφωθέν, «Jus Praetorium» o Papinianus (D.1,1,7,1): «Jus Praetorium est quod Praetores introduxerunt, adiuvandi vel supplendi vel corrigendi Iuris Civilis gratia propter utilitatem publicam, quod et Honorarium dicitur ad honorem Praetoris nominatum». («“Πραιτορικό Δίκαιο” είναι εκείνο, το οποίο εισήγαγαν οι Πραίτορες προς ενίσχυση, συμπλήρωση ή και διόρθωση του Αστικού Δικαίου για χάρη δημόσιας ωφέλειας, ονομάσθηκε δε και «Honorarium» προς τιμήν των Πραιτόρων  οι οποίοι το διαμόρφωσαν»).

Γ. Η «Cognitio Extra Ordinem»: Η «ανάδυση» των γενικών αρχών ως διαδικασία κανονιστικής «αναζωογόνησης» του Ρωμαϊκού Δικαίου

Ήδη από την εποχή του Αυγούστου, και παραλλήλως προς την διαδικασία «Per Formulam», αναπτύχθηκε σταδιακώς και μια «εξαιρετική διαγνωστική διαδικασία».  Ήτοι εκείνη της «Cognitio Extra Ordinem» για την επίλυση των ιδιωτικών διαφορών, όσο βεβαίως ήταν τότε δυνατή μια, έως ένα βαθμό «στεγανή», διάκριση μεταξύ ιδιωτικού δικαίου διαφορών και δημόσιου δικαίου διαφορών. Η «εξαιρετική διαγνωστική διαδικασία» υποκατέστησε,  σχεδόν πλήρως,  την αντίστοιχη «Per Formulam» διαδικασία μετά το τέλος του 3ου μ.Χ. αιώνα.

1. Τα κανονιστικά διακριτικά γνωρίσματα της «Conditio Extra Ordinem»

Μέσω της «Cognitio Extra Ordinem», η οποία λειτουργούσε «extra ordinem judicorum», παρακαμπτόταν στην πραγματικότητα η «Per Formulam» διαδικασία. Η επίδικη διαφορά επιλυόταν από τον αρμόδιο δικαστή -κρατικό όργανο και όχι ιδιώτη-τον οποίο όριζε ο Αυτοκράτορας. Προηγουμένως όμως αυτός, μέσω των «Rescripta» τα οποία εξέδιδε -ύστερα από την γνώμη ειδικού συμβουλίου, του «Scrinium Libellorum»- ως απαντήσεις, κατόπιν αναφορών («Libelli»), επί αμφισβη­τούμενων νομικών ζητημάτων, εν τέλει προσδιόριζε και τον κανόνα δικαίου που όφειλε να εφαρμόσει το αρμόδιο δικαιοδοτικό forum.

α) Η δικονομική πρακτική της «Cognitio Extra Ordinem» άφησε στην Ιστορία του Δικαίου μια σειρά από πολύτιμες γενικές ρήτρες –βασιζόμενες, κατά τα προεκτεθέντα, εν πολλοίς στην αρχή της επιείκειας («aequitas»)-  οι οποίες διαμορφώθηκαν μέσ’ από τα διαδοχικά «Rescripta» των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων.

α1) Ιδίως δε εκείνων, οι οποί­οι είχαν βαθιά επηρεασθεί από την Στωική Φιλοσοφία. Εμβληματικά υπήρξαν τα σχετικά «Rescripta» ιδίως του Τραϊ­ανού, του Αδριανού, του Αντωνίνου, του Μάρκου Αυρηλίου, του Σεπτιμίου Σεβήρου  -τα «Apokrimata» του οποίου απο­τελούν, πάντα από ιστορική έποψη, πολύτιμη οργανωμένη συλλογή και επί των ημερών του οποίου μάλιστα «άκμασαν» μεγάλοι Νομικοί, όπως π.χ. οι Papinianus, Paulus, Ulpianus κ.ά.-  και του Διο­κλητιανού.

α2) Από πλευράς βιβλιογραφίας, εξαιρετικά χρήσιμες είναι οι εν προκειμένω τεκμηριωμένες πληροφορίες στις μελέτες π.χ. των Johannes Hasebroek («Untersuchungen zur Geschichte des Kaisers Septimius Severus», εκδ. Carl Winter’s Universitätsbuchhandlung, Heidelberg, 1921), Johannes Merentitis, («Die neu gefundenen Reskripte des Septimius Severus», Αθήνα, 1978), William Linn Westermann, («Apokrimata: Decisions of Septimius Severus on Legal Matters», text, translation and historical analysis, A. Arthur Schiller Legal Commentary, εκδ. Cisalpino-Goliardica, Milano, 1973) και Wilhelm Weber («Untersuchungen zur Geschichte des Kaisers Hadrianus», Druck und Verlag von B.G. Teubner, Leipzig, 1907).    

β) Όπως ευχερώς συνάγεταιαπό μια ενδελεχέστερη διαχρονική προσέγγιση -οπωσδήποτε χρήσιμη για την τεκμηρίωση των θεσμικών «παρακαταθηκών» που μας «κληροδότησε» το Ρωμαϊκό Δίκαιο- στις γενικές αυτές ρήτρες, οι οποίες προέκυψαν κατά την διαδικασία της «Cognitio Extra Ordinem», έχουν τις ρίζες τους αρκετές από τις γενικές αρχές τις οποίες γνωρίζει και εφαρμόζει το σύγχρονο Δίκαιο, ιδίως στις δυτικού τύπου Δημοκρατίες καθώς και στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.

β1) Γενικές αρχές τις οποίες διαμορφώνει, αντιστοίχως, κυρίως η νομολογία των Εθνικών Δικαστηρίων, εντός των οικείων Εθνικών Έννομων Τάξεων, και των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, εντός της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης. Είναι δε επιβεβλημένο να τονισθεί ότι αυτή η  «παραγωγή» γενικών αρχών όχι μόνο δεν συρρικνώνεται δικαιοδοτικώς αλλά, όλως αντιθέτως, παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις -όπως, περίπου, συνέβη και στο πλαίσιο της «Ρωμαίων Πολιτείας» κατά τα προεκτεθέντα- όσο η Νομοθετική Εξουσία και, κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου, η Εκτελεστική Εξουσία εντός των οικείων Εθνικών Έννομων Τάξεων αδυνατούν, ολοένα και πιο συχνά, ή και «διστάζουν» να καλύψουν με κανόνες δικαίου που παράγονται από αυτές την κανονιστική πλαισίωση της τρέχουσας κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας εντός κάθε Κράτους.

β2) Ιδιαίτερο δε χαρακτηριστικό αυτής της νομικής πραγματικότητας είναι ότι οι δικαιοδοτικώς διαμορφούμενες γενικές αρχές έρχονται, σε πλειάδα περιπτώσεων, να καλύψουν και κενά του Συντάγματος.  Γεγονός το οποίο τους προσδίδει τελικώς  κανονιστική δύναμη ίση με τους συνταγματικούς κανόνες, υπό την επιφύλαξη βεβαίως ότι οι μέσω αυτών διαπλασσόμενοι κανόνες δικαίου δεν είναι νομικώς επιτρεπτό να ισχύσουν και να εφαρμοσθούν «contra constitutionem» αλλά μόνο, κατά μέγιστο βαθμό, «praeter constitutionem».

2. Πώς ορισμένες «παρακαταθήκες» της «Cognitio Extra Ordinem» «επιβιώνουν» στις σύγχρονες Έννομες Τάξεις

Τα παραδείγματα της Ελληνικής Έννομης Τάξης και της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης είναι αρκούντως αντιπροσωπευτικά της κατά τα ως άνω διαδικασίας παραγωγής και εφαρμογής τέτοιων γενικών αρχών.  Φυσικά εδώ η παραγωγή των γενικών αυτών αρχών, κατ’ εφαρμογή πρωτίστως της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ανήκει στα δικαιοδοτούντα όργανα της Δικαστικής Εξουσίας, σε πλήρη αντίθεση προς το προμνημονευόμενο σύστημα της «Cognitio Extra Ordinem» στο πεδίο του Ρωμαϊκού Δικαίου κατά τα εκτενώς προεκτεθέντα.

α) Σε ό,τι αφοράτην Ελληνική Έννομη Τάξη, αυτότον τρόπο παραγωγής των γενικών αρχών έχει αναδείξει, με τρόπο χαρακτηριστικό αλλά και συστηματικό, ιδίως η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας  ακολουθώντας, ως ένα βαθμό, το παράδειγμα του Conseil d’ État στην Γαλλία, που η νομολογία του επηρέασε ουσιωδώς την όλη διαμόρφωση του Γαλλικού Διοικητικού Δικαίου, μεγάλο μέρος του οποίου έχει νομολογιακή «καταγωγή».

α1) Κατά την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας -την οποία υιοθετεί πλέον και η νομολογία του Αρείου Πάγου- η Δικαστική Εξουσία νομιμοποιείται να συνάγει κανόνες δικαίου με την μορφή γενικών αρχών.  Τούτο όμως  σημαίνει πως η συναγωγή αυτή δεν συνεπάγεται και ότι η νομολογία των Δικαστηρίων αποκτά «δικαιοπλαστική» δύναμη, αφού κάτι τέτοιο είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα και, πρωτίστως, προς την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.  Κατ’ ακρίβεια, λοιπόν, η Δικαστική Εξουσία -εν προκειμένω το Συμβούλιο Επικρατείας- συνάγει τις γενικές αρχές ως πλήρεις κανόνες δικαίου από το σύνολο των διατάξεων της Έννομης Τάξης, υπό την έννοια ότι αυτό τούτο το κανονιστικό τους πλαίσιο εμπεριέχει και γενικές αρχές, τις οποίες το δικαστικό όργανο «ανιχνεύει» και «αναγνωρίζει».  Με άλλες λέξεις, η νομολογία δεν διαπλάθει ex nihilo τις γενικές αρχές αλλά «διαπιστώνει», κατά περίπτωση, την ύπαρξή τους εντός της Ελληνικής Έννομης Τάξης και των Έννομων Τάξεων που συνδέονται αρρήκτως με αυτή (π.χ. της Διεθνούς Έννομης Τάξης και της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης).

α2) Η κατά τα προεκτεθέντα νομολογιακή δικαιοδοτική δραστηριότητα ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς την ύπαρξη –«προϋφιστάμενων» πάντοτε, αφού η
Δικαστική Εξουσία δεν τις δημιουργεί ex nihilo αλλά τις ανιχνεύει εντός της Έννομης Τάξης- γενικών αρχών ενεργοποιείται μόνον όταν οι εκάστοτε ισχύοντες κανόνες δικαίου εμφανίζουν κενά κανονιστικής ρύθμισης, τα οποία δεν μπορούν να καλυφθούν με την ερμηνεία τους, ακόμη και την πιο διασταλτική.  Οπότε η ίδια η φύση της δικαιοδοτικής λειτουργίας επιβάλλει την συναγωγή νέων κανόνων δικαίου για την τελική απονομή της Δικαιοσύνης, δοθέντος ότι η «αρνησιδικία» αντίκειται προς το Σύνταγμα.  Συνήθως -και όπως προαναφέρθηκε- οι ως άνω γενικές αρχές «ανιχνεύονται» νομολογιακώς όταν παρατηρούνται νομοθετικά κενά και λειτουργούν, από κανονιστική σκοπιά, συμπληρωματικώς προς τους κανόνες δικαίου που έχει θεσπίσει η Νομοθετική Εξουσία.

α3) Τούτο συνεπάγεται ότι έχουν, κατά κανόνα -ήτοι εφόσον δεν υφίσταται αντίθετη νομοθετική εξουσιοδότηση- υποδεέστερη τυπική ισχύ έναντι των ισχυουσών νομοθετικών ρυθμίσεων, αλλά υπέρτερη εκείνης των κανονιστικών διοικητικών πράξεων (βλ. π.χ. ΣτΕ 1596/1987, 2786/1989, 17/1997).  Πλην όμως γενικές αρχές συνάγονται νομολογιακώς και όταν παρατηρούνται κενά στο πεδίο του κανονιστικού πλαισίου του Συντάγματος υπό τις ανάλογες, κατά τα προμνημονευόμενα, προϋποθέσεις.  Αυτές οι γενικές αρχές έχουν υπέρτερη τυπική ισχύ σε σχέση με τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις -άρα και με τις διατάξεις του κοινού νόμου- αλλά υποδεέστερη τυπική ισχύ σε σχέση με τους κανόνες που θεσπίζουν οι διατάξεις του Συντάγματος.  Και τούτο διότι, όπως επεξηγήθηκε προηγουμένως, κατά τα κανονιστικά «προτάγματα»  της ιεραρχίας της Έννομης Τάξης μας αυτές οι γενικές αρχές δεν είναι επιτρεπτό να ισχύσουν και να εφαρμοσθούν «contra constitutionem» αλλά μόνο, κατά μέγιστο βαθμό, «praeter constitutionem» (βλ. ΣτΕ 1741, 2288/2015, 1992/2016, 1738/2017).

α4) Πρέπει δε να επισημανθεί ότι ορισμένες φορές αυτές οι συνταγματικού επιπέδου γενικές αρχές, μέσω των Αναθεωρήσεων του Συντάγματος και όχι μόνο, καθίστανται μέρος του ίδιου του Συντάγματος.  Όπως συνέβη π.χ. με την γενική αρχή που αφορά το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, η οποία είχε καθιερωθεί αρχικώς νομολογιακώς –από το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά την διάρκεια της δικτατορικής περιόδου με αφορμή τις ιστορικές δίκες για την ακύρωση της αυθαίρετης απόλυσης ανώτατων δικαστικών λειτουργών- και μετά το 1975 θεσπίσθηκε ρητώς, με τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματός μας.

β) Οι γενικές ρήτρες οι οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, προέκυψαν από την εφαρμογή της διαδικασίας της «Cognitio Extra Ordinem» μπορούν επιπλέον να θεωρηθούν -φυσικά με όλο τον υπολογισμό της απόστασης αιώνων και τηρουμένων των ιστορικών και νομικών αναλογιών- και ένας μακρινός «προάγγελος» των γενικών αρχών που, όπως επισημάνθηκε ακροθιγώς προηγουμένως, συνάγει σήμερα, από κοινού με τα λοιπά Δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως τις «κοινές στα Κράτη-Μέλη συνταγματικές παραδόσεις» (βλ. π.χ. τις αποφάσεις Johnston, 222/1984, 15.5.1986 και UNECTEF, 222/1986, 15.10.1987).  Συγκεκριμένα:

β1)        Το περιεχόμενο και την κανονιστική ιεραρχία της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης δεν συνθέτουν μόνον οι γραπτοί κανόνες του πρωτογενούς και του παράγωγου Ευρωπαϊκού Δικαίου.  Σε αυτούς προστίθενται και ορισμένοι άγραφοι κανόνες δικαίου, οι οποίοι φέρουν την μορφή γενικών αρχών που θυμίζουν, υπό προϋποθέσεις όπως διευκρινίσθηκε, τις γενικές ρήτρες της «Cognitio Extra Ordinem».  Ειδικότερα, και στο πλαίσιο μιας επιχείρησης «συμπόρευσης» και «συνύπαρξης» των γραπτών κανόνων δικαίου της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης με τους κανόνες των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών –επιχείρησης καθοριστικής, από θεσμική και πολιτική έποψη, σημασίας όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση βαίνει, ή πρέπει να βαίνει, προς την τελική της ενοποίηση, επιδιώκοντας και την απαραίτητη προς τούτο αρμονική «συμπόρευση» και «συνύπαρξη» των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών- το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναπτύσσοντας καταλλήλως και οιονεί «δικαιοπλαστικώς» την δικαιοδοτική του λειτουργία, διαμορφώνει κατ’ εξακολούθηση και γενικές αρχές.  Ήτοι αρχές, με τις οποίες «εμπλουτίζει» κανονιστικώς την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη.

  β2) Με τον τρόπο αυτό η τελευταία διευκολύνεται στην πορεία της για την κανονιστική της ολοκλήρωση.  Τονίζεται  ότι προς αυτή την κατεύθυνση το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακολουθεί, και εν πολλοίς αναπαράγει, την πρακτική πολλών δικαστηρίων των Κρατών-Μελών, τα οποία -χαρακτηριστικό παράδειγμα και η Ελλάδα, κατ’ εξοχήν μέσω της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας όπως ήδη εκτέθηκε-  συνάγουν παρεμφερείς γενικές αρχές για την αντίστοιχη Εθνική Έννομη Τάξη, κατά κύριο λόγο με βάση τις οικείες συνταγματικές, κατά περίπτωση, διατάξεις. Γενικές αρχές οι οποίες, κατά νομική λογική ακολουθία, έχουν συνταγματική υπόσταση και ισχύ υπό τους κατά τ’  ανωτέρω όρους.

β3) Ως προς τις «πηγές», από τις οποίες το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντλεί αυτές τις γενικές αρχές αλλά και ως προς τις μεθόδους, μέσω των οποίων τις συνάγει, πρέπει να επισημειωθεί με ιδιαίτερη έμφαση ότι η Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη δεν υφίσταται ούτε λειτουργεί απομονωμένη από το ευρύτερο Ευρωπαϊκό «νομικό περιβάλλον». Και τούτο διότι η Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη συνυπάρχει, αναγκαίως και λειτουργικώς από κανονιστική άποψη, με τις επιμέρους Εθνικές Έννομες Τάξεις, με τις οποίες όχι μόνον επικοινωνεί αλλά τελεί, επιπλέον, και σε διαρκή αλληλεπίδραση.  Αυτή την θεσμική, νομολογιακή, «όσμωση» επιτείνει το γεγονός ότι δεν υφίσταται ακόμη «τυπικό» Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Δηλαδή η κανονιστική εκείνη βάση,  η οποία θα καθόριζε με σταθερότητα την ιεραρχία της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης και, επέκεινα, την επαρκή συνεκτικότητά της.  Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνάγει τις προαναφερόμενες γενικές αρχές τόσο από τους γραπτούς κανόνες του πρωτογενούς και του παράγωγου Ευρωπαϊκού Δικαίου. Όσο και, επιπροσθέτως, από τους κανόνες δικαίου των επιμέρους Εθνικών Έννομων Τάξεων, όπως επίσης και από τους κανόνες δικαίου του lato sensu Διεθνούς Δικαίου, στο ρυθμιστικό πεδίο του οποίου η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προσχωρήσει.

β4) Από την σκοπιά αυτή, και για την ακρίβεια από την σκοπιά που «εμπνέει» το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με την συναγωγή των προμνημονευόμενων γενικών αρχών, οι τελευταίες μπορούν, grosso modo, να διακριθούν σε:

Επίλογος

Από τις σκέψεις που προεκτέθηκαν συνάγεται ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε προλογικώς, η έρευνα στο πλαίσιο της Ιστορίας του Δικαίου δεν αμφισβητεί, κατ’ ουδένα τρόπο, τις «παρακαταθήκες» που έχει «κληροδοτήσει» στην σύγχρονη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και στο εντός αυτής οργανωμένο θεσμικώς Κράτος Δικαίου  το Ρωμαϊκό Δίκαιο και η δομή της Έννομης Τάξης στην Αρχαία Ρώμη, με την πολύτιμη «επικουρία» της αρχαιορωμαϊκής Νομικής Επιστήμης. Το «παράδοξο», που έχει αρχίσει να «κατακτά έδαφος» εδώ και ορισμένες πια δεκαετίες, είναι ότι οι προαναφερόμενες «παρακαταθήκες», οι οποίες στο μέτρο των θεσμικών τους προεκτάσεων συνέβαλαν αδιαλείπτως, μετά το τέλος του 18ου αιώνα, στην εμπέδωση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως εγγύησης  της Ελευθερίας –άρα και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- όχι μόνο δεν διατηρούν πια την κανονιστική τους «ικμάδα» και την επέκεινα «αίγλη» του ενισχυτικού εν προκειμένω ρόλου του δικαϊκού τους «κλασσικισμού», αλλά «υποχωρούν», και μάλιστα με «ανησυχητικούς» ρυθμούς. Το δε χειρότερο είναι ότι η ως άνω «υποχώρησή»  τους «συμπλέει» επώδυνα με την αντίστοιχη «υποχώρηση» των θεσμικών «αντηρίδων» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στην εποχή μας, ιδίως δε των «αντηρίδων»  της κανονιστικής «ευρωστίας» του Κράτους Δικαίου και του Δημόσιου Συμφέροντος.

Α.      Δίχως αμφιβολία, ο σπουδαιότερος κίνδυνος για την «αποδυνάμωση» των προμνημονευόμενων «παρακαταθηκών» του Ρωμαϊκού Δικαίου και, επέκεινα, για την διάβρωση των θεσμικών και πολιτικών «αντηρίδων» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων  του Ανθρώπου  προέρχεται από την –εξαιτίας της γενικευμένης οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της υπέρ αυτής, σε πολύ μεγάλο βαθμό, χρησιμοποίησης της Τεχνολογίας- αντίστοιχη αποδυνάμωση του Κανόνα Δικαίου, της Αρχής της Νομιμότητας και, εντέλει, του Κράτους Δικαίου in globo.

  1. Ήτοι της αποδόμησης εκείνων των μέσων κανονιστικής ρύθμισης της κοινωνικής ζωής –σε κάθε Κράτος in concreto, αλλά και σε ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο- τα οποία θωρακίζονται με το τεκμήριο της δημοκρατικής νομιμοποίησης, αμέσως ή εμμέσως. Τις κατά τ’ ανωτέρω συνθήκες αβεβαιότητας επιδεινώνουν, δραματικά και πολλαπλασιαστικά, οι συνεχώς διευρυνόμενες ανισότητες παγκοσμίως, ως καταστροφικό αποτέλεσμα μιας απροκάλυπτης «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού». Πολλώ μάλλον όταν οι ανισότητες αυτές πλήττουν, ευθέως και καιρίως, όχι μόνο τα μέλη ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου αλλά και τα Κράτη μεταξύ τους, δημιουργώντας έτσι μια Παγκόσμια Κοινότητα πολλών ταχυτήτων, οικονομικών και όχι μόνο.

Β. Περαιτέρω, λόγω της θεσμικής και πολιτικής του ιδιοσυστασίας ως μέσου οριοθέτησης της δράσης των κρατικών οργάνων αναφορικά με τον σκοπό, τον οποίο οφείλουν να επιδιώκουν κατά την άσκηση των κανονιστικώς –υπό το καθεστώς του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας- καθιερωμένων αρμοδιοτήτων τους, το Δημόσιο Συμφέρον έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας αποτελεσματικής θεσμικής εγγύησης υπεράσπισης της Ελευθερίας και των δικαιωμάτων, στο πλαίσιο  της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

  1. Το σύγχρονο φαινόμενο της ρυθμιστικής –επομένως της κανονιστικής-αποδόμησης του Κανόνα Δικαίου, ιδίως λόγω των  αρνητικών επιπτώσεων της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης, επιφέρει, όπως είναι αναμενόμενο, διαβρωτικές αλλοιώσεις και της κατά τα προεκτεθέντα έννοιας του Δημοσίου Συμφέροντος. Αλλοιώσεις, οι οποίες συνίστανται στη σταδιακή «ενσωμάτωση» στην έννοια του Δημόσιου Συμφέροντος και του λεγόμενου «δημοσιονομικού συμφέροντος» -κατά κυριολεξία «ταμειακού συμφέροντος»– δηλαδή του συμφέροντος εκείνου το οποίο αφορά την είσπραξη των εσόδων του Κράτους για την επίτευξη των εκάστοτε επιλεγόμενων δημοσιονομικών στόχων. Με άλλα λόγια πρόκειται για «συμφέρον», το οποίο συνίσταται στην ωφέλεια που προκύπτει υπέρ του Δημοσίου, μέσω της είσπραξης χρημάτων από κάθε είδους νομοθετημένους πόρους. Συνακόλουθα δε για ωφέλεια, η οποία δεν είναι θεσμικώς σε θέση ν’ αποτελέσει, από μόνη της, τον πυρήνα «γνήσιου» Δημόσιου Συμφέροντος.
  2. Και τούτο διότι το εξ αυτής προκύπτον συμφέρον του Δημοσίου πρώτον, είναι άκρως γενικό και, ως εκ τούτου, θεσμικώς «άχρωμο», αφού καλύπτει αδιακρίτως όλη την κρατική δραστηριότητα. Δεν μπορεί, λοιπόν, ν’ αποκτήσει την απαιτούμενη, κατά την προηγηθείσα ανάλυση, «ειδικότητα», την οποία από την φύση του ενέχει το Δημόσιο Συμφέρον με βάση τους κανόνες δικαίου που το θεσμοθετούν. Και, δεύτερον, μόνο δευτερογενώς συνδέεται με το Δημόσιο Συμφέρον, όπως τούτο καθορίζεται ad hoc από επιμέρους ρυθμίσεις κανονιστικού περιεχομένου. Ήτοι ως αμιγώς οικονομικό μέσο πραγμάτωσης συγκεκριμένου Δημόσιου Συμφέροντος. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό ν’ αντιμετωπισθεί ως αυτοτελές και γνήσιο Δημόσιο Συμφέρον, αφού την θεσμική του ρίζα δεν προσδιορίζει κανόνας δικαίου κανονιστικού περιεχομένου, αλλά η «δυναμική» της οικονομικής πραγματικότητας. Και σήμερα μάλιστα, υπό όρους ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης. Επικουρικώς τονίζεται ότι η εκ του ταμειακού αυτού συμφέροντος προκύπτουσα ωφέλεια, λόγω της γενικότητάς της, καλύπτει και το πεδίο δράσης όπου το Δημόσιο ενεργεί ως fiscus, διεπόμενο κατ’ αρχήν από τους κανόνες του Ιδιωτικού Δικαίου. Ενώ το Δημόσιο Συμφέρον, εξ ορισμού, συνδέεται με τη δράση του Δημοσίου ως imperium, ήτοι με την δράση την οποία διέπουν, τουλάχιστον κατά κανόνα, οι ρυθμίσεις του Δημόσιου Δικαίου.

Ακολουθεί η μετάφραση της μελέτης στην Αγγλική Γλώσσα:

Timely conclusions vis-a-vis the course of Law and Legal Order in Ancient Rome

Introduction

A historical attestation that has been extensively endorsed and has come to be widely accepted in the field of Legal Science, is that the distant origin of the Law can be traced back to Roman Law, as the equivalent institutional basis of the Roman State, and more specifically of Res Publica; Law as the fundamental basis for the organization and functioning of the State as well as the fundamental basis for the adjustment  of the socio-economical relations among individuals within,- be it private individuals or legal persons- in the field of Representative Democracy under the guarantee system of the principle of the Separation of Powers and the Rule of Law.

Ergo, it goes without saying that, modern Legal Science too, – at least in the Legal Orders that are organized and function under the institutional guarantees of the Representative Democracy- has significantly benefited from Legal Science that emerged as an ‘inchoate’, contemporaneous field alongside the Roman State, and was substantially influenced by the renowned “Jurus Prudentes” of that time.

A. At this point it is mandatory, that a historical as well as institutional counterpoint be made so that the scientific, legal research will be thorough and complete.

1. With regards to the City-States of Ancient Greece and their subsequent colonies that were established primarily in Southern Italy- Law functioned both as an organizational framework and as a mechanism so that the relationships among members of the social group could be best regulated. It goes without saying that, this legal system preceded the Legal Order that was later developed in Ancient Rome.

It is also worth mentioning that the history of Law, bears the indelible marks of renowned legislators, since the historical development of every City -State has been greatly intertwined with and profoundly shaped by their legislation.

Typical examples can be found as follows: In Athens, the legislation by Drakon, around 624 BC and the legislation by Solon, around 594 BC, which influenced the first, fundamental Law of Ancient Rome, known as the “Law of the Twelve Tables” and shall be further defined and explained. In Sparta, the legislation by Lycurgus, around 8th century BC, the legislation by Charon in Catania, around 7th century BC, the legislation by Zaleykos in E.L. around 662 BC and the legislation by Dimonakos around 550 BC.

Still, the Law in Ancient Greece, within the context of its aforementioned characteristics, served a role that was substantially different from that of Roman Law, when discussing its influence on the organization, function and progress of the Roman Republic and the Roman Empire. And that was primarily, due to the fact that in the City-States of Ancient Greece, there was never a unification of the legislative framework, given that City-States themselves were never unified either. Hence, a Hellenic Republic, akin to the Roman Republic, never existed. Thus, when discussing the history of Law, we refer to the “Ancient Greek Laws” each of those preserving the characteristics, and ultimately the fate of the City-State in which they prevailed as opposed to the Roman Law; the “fate” of the Ancient Greek Laws, bears no resemblance to the impressive coherence of Legal Order in Ancient Rome, or to the sustained growth of the Roman Empire, throughout many centuries. Consequently, in Ancient Greece, Law provided neither the institutional nor the political means for establishing and maintaining a unified State with extensive territory and long duration. Another parameter that should be taken into consideration, is the political and state system that was implemented in many City-States of Ancient Greece; that, of direct Democracy. The way Law functioned in Ancient Greece, did not allow the creation of a Legal Science, akin to that which emerged and flourished, in Ancient Rome. It is worth noting that there were never great “Juris Prudentes” in Ancient Greece as there were in the Roman Republic. Irrefutably, distinguished philosophers, such as Plato, in the dialogue of the “Laws” and Aristotle in “Politics” and in “Nicomachean Ethics”, explored the essence and the institutional mission of Law. Yet, it should be pinpointed that the said philosophers analysed Law from a philosophical perspective, and did not adopt a strictly, legal, theoretical approach, as the “Juris Prudentes” in Ancient Rome did. For this reason, there was a distinctive separation of the eminent “Juris Prudentes”, who focused on the theoretical approach of Law, from Philosophers, like Cicero.

Β. In contrast to Ancient Greece, Law in Ancient Rome, was strongly tied to the Legal protection of the State-i.e. “Roman Republic” and to be more specific, of “Res Publica”-and less to the regulation of the socio-economical relation among the members of the Roman society. To be more specific, Ancient Rome owes its connective joints of its entire state organization, to Law, starting with the fall of Regnum Romanum- around 510/509 BC-and the ascend to the throne of the 7th last King of the Romans, Lucius Tarquinius Superbus,- until the era of the emperor Gaius Octavius Augustus, and essentially from 27 BC onwards, when the Roman Empire flourished and prospered.

    1. Based on Law, under the various regulatory forms it took throughout its Legal “journey,” the Legal Order in Ancient Rome was established as a set of Legal rules whose practical application was guaranteed by a very powerful mechanism of strict sanctions—organized institutionally, yet lacking any democratic legitimacy. The newly established Roman Legal Science was what led Law and Legal Order of Ancient Rome to their apogee, not only in terms of their theoretical development but also in terms of their practical application; it was the work of the renowned “Juris Prudentes”” who moved beyond the field of a philosophical approach. They delved into the characteristics of Law as a Rule of the State, which aimed at framing with legal acuteness and precision, the organization of the State, as well as the socio-economical relations among individuals within the Roman Republic. In fact, it would not be a hyperbole to claim that sans the decisive contribution of Legal Science in Ancient Rome, the Roman Law and its Legal Order, would not have formed the “model” which later on, primarily through Byzantine-Roman Law, exerted significant influence on Legal Science, especially in Western Continental Europe; influence that continued unabated when the Nation-State took shape in Continental Europe, under the institutional and political framework of Representative Democracy as a guarantor of Freedom and, consequently, a guarantor of Fundamental Human Rights.

2. Indeed, the theoretical development of Law and of the Legal Order by the representatives of the Legal Science in Rome, remains highly relevant even today. This is particularly true, as deep understanding of the evolution of legal history, especially in Continental Europe, cannot be achieved without touching upon the roots of this Law, namely the Laws and Legal Order of Ancient Rome. Undoubtedly, this Roman law of a regulatory “cut” lacked any traces of democratic legitimacy concerning its enactment and practical application. This distinguishes it significantly from the Rule of Law as a regulatory tool within the institutional and political realm of Representative Democracy.   Yet, this enduring influence of the Law and of the Legal Order in Ancient Rome cannot, by any means, be underestimated- let alone nullified- when placed within the contemporary framework of Representative Democracy, especially when this influence is easily documented by the remnants of the Roman “Res Publica” and the Roman-origin of “Public Interest” within Representative Democracy. “Public Interest” should be seen as a “Public Purpose” that is substantially different from the Aristotelian-inspired “common interest“, which is primarily concerned with the relationships among individuals, be it private individuals or legal persons. The analysis that follows aims at highlighting the relevance and enduring influence of Law and Legal Order in Ancient Rome as well as the ancient Roman Legal Science.

I. The Law as an Institutional “Support” of the Legal Order within the Realm of the “Roman State” and, specifically, the “Res Publica”.

   Within the context of its historical “evolvement,” which was almost parallel to the evolution of the Roman Empire, “Res Publica” served as the backbone of the entire organization of the “Roman State” (see, for example, Procopius Pavlopoulos, “Institutional ‘Legacies” of Roman “Res Publica in Modern Representative Democracy”, Gutenberg Publishing, Athens, 2023, especially p. 83 ff.). Over time, through the evolutionary consolidation of the Law and its regulatory “validation”, it grew into the most “emblematic” institutional “core” of the State; a core, which, until the end of the Roman Empire, remained literally intact as its main features were not altered at least substantially, by the “fluctuations” of the political circumstances in Ancient Rome. That remained the case even when these fluctuations led the “Dominion” to incidents of great autocratic excess, which even touched upon the limits of political barbarity, on the part of the Emperor. Moreover, it was this “core” that ultimately left a well-defined, and indeed noteworthy, imprint on the structure of the “State”, throughout its long history. It should be noted that the modern Nation and State as well as Representative Democracy as we know it today, inherited this structure – as shaped and influenced, of course, by the inevitable historical changes that occurred throughout the course of time. To put it simply, the “State”, under the aforementioned institutional conditions, owes much to the “Res Publica” and its fundamental component—a “republican” nature unaffected, as noted, by the periodic autocratic distortions of the Roman Empire. This Legal Order highly influenced the modern State, as a system of Legal rules where the Law holds a dominant position.

Α. The characteristics of the Law in the “Roman Republic”.

 Historically, Law in Ancient Rome facilitated a more effective organization and functioning of the State. This was achieved through a comprehensive set of legal rules, defined within the context of “leges perfectae” rather than “leges imperfectae or leges minus quam perfectae”. Additionally, Law held the institutional power to enforce and apply these rules to its subjects, namely its citizens.

1. The Roman Public Law

 In this respect, the State in Ancient Rome had the “privilege”—part of the “Imperium”, as will be discussed later—of establishing Legal rules in general. To be more specific, the State was responsible for creating the Legal rules for its own organization and functioning, and thus for establishing the principles of “Jus Publicum”, or Public Law.

a) It should be added that, in Ancient Rome, a big part of the Public Law was formed, not only through “democratic procedures”– which were, needless to say, within the context of the procedures prescribed “constitutionally” by the regulatory institutional framework of the “Roman State”- but in many cases through “exceptional procedures”, which largely evolved in times of arbitrary governance, and such cases were neither rare nor isolated, as the historical record of the Roman Empire clearly demonstrates.

b) Irrespectively of the method of their enactment, the State in Ancient Rome had the power—backed by the relevant “legitimacy”—to impose these rules of “Jus Publicum” on the members of society, aiming at their unconditional application. Their subsequent application meant that all members of society- especially “Cives Romani”- had the obligation to accept the content of the rules and abide by what the rules dictated, without questioning them. There were very few procedural opportunities to exercise even a basic “right of appeal”—primarily to the Emperor—and these were rarely successful. Moreover, this way of State force of the “Jus Publicum” in Ancient Rome, led to the emergence of organized State coercion, which became an integral part of the Imperium of the highest authorities, i.e. of the Emperors, within the “Roman State”.

2. The Roman Public Law and its connection with the “Public Interest”

    What needs to be emphasized is the practical application of the Roman Public Law, when analyzing the correlation between the regulatory activation of the Law and the resulting consequences of the “Public Interest”, as it functioned institutionally within the “Res Publica”.

  a)  The emergence of “Res Publica”, as an institutional core, could be viewed as the institutional reflection of the strong correlation between Law and the State, within the organization of the Roman Empire. On the one hand, “Res Publica” defined the regulatory content and the ultimate goal of the Law, as well as its overall purpose, a purpose that legalizes the organization and function of the State. On the other hand, it also defined the inescapable need for the citizens to abide by the decisions of its bodies.

a1) “Res Publica”, which has its origins in Rome, was inextricably tied to the fundamental principle that the State- in the grosso modo sense that we perceive it today- had a legal basis when the organization and the function it served, worked towards “Public Interest”. This far exceeded, what was understood in Ancient Greek Legal Thought—and specifically in the Aristotelian thought—as “common interest” (κοιν ξυμφέρον). This term referred to, the “sum” and the “common denominator” of the individual interests of the members of the respective social group. In their daily lives, these members, had significant autonomy, regarding the choice of actions that determined their behavior, while, their dependence on the State was incomparably of a lower degree than that of the “Cives Romani” (Roman citizens).

a2) This conclusion stems from the fact that, in essence, this “Public Interest”, under the spirit of the Roman Law, denotes the “interest” of the State as a normatively organized entity that “transcends” institutionally, the social group it governs. This unique hierarchy further implies that while the social group is the foundation of the State’s legitimacy, it is the normatively organized State, through Law, that determines the goals—as well as the means to achieve them in a sovereign manner. These goals must be pursued so that, not only the State “survives” and evolves, but also so that the smooth formation of social and economic relations among its members is guaranteed. In other words, as per the tenets of Roman Law, “Res Publica”, inter alia, defined the boundaries of the “public sphere”, boundaries which were entirely distinct from those of the “private sphere”, thereby emerging as a “forerunner” of the modern distinction between “Political Society” and “Civil Society”. It is also of some interest to note that this modern distinction was inspired by a “descendant” of the Romans, Antonio Gramsci, and today, it has become integral when analysing Political Science.

b) Taking the aforementioned features into account, it is safe to conclude that “Res Publica” provided the foundation for Public Interest to be developed as a critical parameter that had the dynamic to “legalize” modern state activity.

b1) This “legitimization” is contingent upon the fact that the alignment of the State activity with the mandates of Public Interest, constitutes an indispensable part of the normative “core” of the Rule of Law and the Principle of Legality. This means that any deviation from serving Public Interest, inevitably leads to the illegality of specific actions by State bodies, especially by those of the Executive Power. To be more specific, “Res Publica” is partly responsible for shaping the modern concept of “Public Interest” as an institutional “benchmark”. It goes without saying that, the Legality of every State Action—especially administrative actions—is assessed based on this benchmark. Ergo, the competent State bodies, primarily the judiciary, decide whether, and to what extent, these actions constitute an “abuse of power”.

b2) How and why the modern notion of the “Public Interest” derives from the broader institution of “Res Publica” can be deduced, mainly, from the fact that the latter was shaped, within the context of Roman Law progressively—at the level of political organization, which further differentiates it, as mentioned above, from the Greek “general interest”. The “general interest” in Ancient Greece was never directly associated with the “Demos”—of the also Roman-origin institution, called “Res Populi”. This is particularly evident in Cicero’s classic political and Legal analysis (see, for example, De Re Publica, I, XXV, 19).

γ1)   Πρώτον, συμβάλλει ευθέως, δια της δημοκρατικής οδού, στον προσδιορισμό του αντίστοιχου δημόσιου σκοπού.  Εξού και είναι οιονεί «ιδιοκτήτης» του, γεγονός που δικαιολογεί την προσφυγή στον όρο «res», ο οποίος παραπέμπει στο εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας.

c1) Each citizen directly contributes, through democratic means, to determining the corresponding public purpose. Hence, they are quasi-“owners” of it, which justifies the use of the term “res”, that refers to the real right of ownership.

c2) Second, citizens are, of course, bearers of the rights that arise from the fulfilment of the public purpose. However, they are also obliged, inherently, to recognize and fully respect the rights of all other citizens who equally contributed to defining this same public purpose. This is how the Roman Law obligation of solidarity among citizens is explained, and is described vividly by Titus Livius in the form of “Caritas Rei Publicae” in his work “Ab Urbe Condita”.

d) It should be noted that, only through the appropriate institutional infrastructure, can such an amalgamation of pursuing public purpose, under conditions of combining rights and obligations, be realized. For it may be endorsed that only this infrastructure is capable of ensuring, with the necessary institutional guarantees of coercion, the achievement of the suitable normative results of this amalgamation. Consequently, this institutional foundation must be based on legal rules of a normative nature, that is, legal rules with general and impersonal regulatory content.

d1) And it is precisely these legal rules upon which, the concept and essence of “Juris Consensus”—fundamental for the existence of “Res Publica”—are founded. “Juris Consensus” somehow refers to both the consent to, and acceptance of, the said legal rules. This arises from the fact that it also implies the importance of “Civil Society” in consolidating the applicable Law for the pursuit of the Public Interest. What is more, this is true regardless of which State Body enacts this Law and determines, therefore, the benefit (“utilitas”) that constitutes the core of “Res Publica”. Therefore, in the final analysis, according to Cicero, “People” are essentially organized as a society which shares a common understanding of a sufficiently tangible image of the normative framework and not an abstract conception of it.

d2) The Rule of Law itself was built centuries later, upon these initial and basic foundations of “Res Publica” of the Roman Law. Today, this Rule of Law, constitutes the most crucial component of modern Representative Democracy, a true pillar not only of Democracy but also of the entire Western Civilization. This is mainly due to the fact that the Rule of Law, at least according to its basic elements, represents the State entity that is legitimized, both institutionally and politically, so that it may exist and operate only under conditions that serve Public Interest. This implies that, on the one hand, the State is organized and operates solely based on legal rules, which define the coordinates of Public Interest, and on the other hand, that there are institutionalized sanctions—especially those imposed by the Judicial Authorities—in case of violation of the Principle of Legality by any State organs.

d3) Within this framework, Public Interest ‘functions’ as a fundamental element of the Principle of Legality concerning the actions of State bodies, particularly those of the Executive Branch. And this takes place to such an extent, that, in the substantive and especially procedural Law of modern States whose organization and function are based on the principles of Representative Democracy, any violation of the normative parameters of the Public Interest—be it in the form of their direct infringement or in the form of serving another Public Interest different from that required by the applicable Legal rules—by State bodies, results in the nullity of their actions or even the activation of the mechanism of the State’s civil liability.

Β. The structure of the Law within the context of the Roman Law

Although the “Law of the Twelve Tables”—the “archetypal source” of ancient Roman legislation—is said to have likely borrowed elements from Ancient Greek Laws as far as the regulation of certain social and economic relations is concerned, an issue which will be clarified later, the concept of Law as a “Rule of Law”, especially in the sense it has acquired in modern European Legal culture, is uniquely rooted in Rome. This is because Law, notwithstanding its origin—i.e. whether it was the product of the will of representative bodies or of various forms of unilateral State organs—was the means, through which its regulatory power and the compulsory enforcement of its provisions upon members of the respective social group, the institutional foundation of the Roman, and later the Byzantine Empire, was established as a “State entity” in the form we recognize today. Moreover, Law, through its aforementioned origins in Byzantine-Roman Law and its subsequent influence primarily on the legal systems of Continental Europe, has left an indelible mark on the vast majority of legal systems in States that have, nowadays, adopted, the institutional-political “amalgam” of Representative Democracy as their model of State organization.

1. The period of the quasi-“sacrosanctitas” of the Law within the framework of Roman Law.

Law, with its characteristics rooted in ancient Rome, played a critical role in establishing the regulatory framework for social and economic relations in Ancient Rome. This framework facilitated optimal social co-existence and subsequently it ensured, social cohesion, which was of profound significance to the “productive” course of cultural creation in general. Most importantly, it facilitated the organization and function of the State, under robust institutional terms; this lies in the heart of the Legal Order, which is organized and functions within the constitutional framework of Representative Democracy.

a) The development of Law in Ancient Rome, as a means of regulating social and economic relations, was not a “linear” process, particularly regarding the awareness and understanding of its content by the members of the social group it governed. That was mainly due to the fact that, up until the end of the 4th century BC, the organization and function of state institutions of the “Roman Republic”, had not yet acquired, at least ostensibly, democratic characteristics vis- a- vis the form of its Legal Order- the knowledge of the current Law («Jus»), the Knowledge of the prevailing Law (“Jus“) and the procedural rules for its application in practice (“Legis Actiones“) were restricted exclusively to a very narrow circle of individuals—public officials in contemporary terms—thereby cloaking it in a form of quasi-institutional “sacrosanctitas”.

b) It should be clarified that the lack of knowledge regarding the applicable Law, also extended to the designated days for administering justice by those judicial bodies with jurisdiction in specific cases (“Dies Fasti”). As per historical accounts, substantive knowledge of the prevailing Roman Law was held exclusively by the “Pontifices” and their auxiliary staff. This demonstrates that the organization of the Roman State was deeply rooted in religion. In this way, the said bodies not only had a tremendous- catalytic one might say- advantage over the “Cives Romani”, but also, as might be expected, over the Plebeians. Overall, they held a clearly dominant position within the broader State hierarchy.

2. TheRevelationsof the Law in Ancient Rome

However, at the end of the 4th century BC—most likely in 304 BC—a secretary of the Consul and Censor Appius Claudius Caecus, named Gnaeus Flavius, “leaked” a significant portion of the prevailing Legal rules in Ancient Rome. In fact, he revealed the majority of the then-current Roman Law.

a) Eventually, Roman Law started being more popular among the social circles, it addressed. As a consequence, these citizens could now have relatively free access to the substantive and procedural rules that safeguarded their rights or Legal interests, even if those were only in an embryonic form. In spite of the fact that Gnaeus Flavius acted in a manner somewhat similar to the mythical Prometheus “Bearer of Fire”, he did not suffer the “terrible” fate described by Aeschylus for the semi god in “Prometheus Bound”. On the contrary, Gnaeus Flavius subsequently became a member of the Senate and one of the Aediles Curules. He was greatly rewarded, and was ultimately appointed to a high office, being responsible for the construction and maintenance of public works and buildings in Ancient Rome.

b) With regards to the regulation of the relations within social groups, Law in Ancient Rome facilitated the development of Legal rules that, according to their specific content, evolved into actual “branches” of what is now defined as Private Law. These branches pertained to stricto sensu social relations, such as those governed by Laws concerning family relationships. Mention should also be made of the branches related to, lato sensu, economic relations, such as those governed by Laws concerning property and obligations. This Legal framework, among other things, bequeathed to us a significant legal “heritage” in Civil Law regarding the concept and classifications of property, as well as the distinction between real and personal rights. It is by no means coincidental that even today, the academic study of Private Law—at least within the Legal systems of Continental European countries—cannot be considered complete without reference to the “sources” of Roman Law and its subsequent development based on the Byzantine-Roman Law.

c) As far as the regulation of the organization and function of the State is concerned, Law in Ancient Rome led to the “peripheries” of the evolution, under its current version, of the Public Law, as it has already been mentioned briefly. It also involved the corresponding “peripheries” of the distinction between Public and Private Law, especially when considering the advisory “legacies” of the most important Legal scholars of Ancient Rome. The classical definition of this distinction remains relevant (Ulpian, with elements of this definition appearing in Justinian’s Institutes, 1.1.4; in the Digest, 1.1.1.2; and in the Basilica, 2.1.11): “Jus Publicum est quod ad statum Rei Romanae spectat, Privatum quod ad singulorum utilitatem pertinet” (“Public Law is that which concerns the State of the Roman State; Private Law is that which regulates the benefit of individual persons“).

3. The normative form of the Law in Roman Law

This form of Law and its relationship, in regards to its origin and its application, with the State, made a decisive contribution both to its normative “refinement” and to the subsequent development of the former, in Ancient Rome. Specifically, after the Law of the Twelve Tables, Roman Law evolved into its comprehensive form—according to today’s legal standards—relying on the following structure:

a) Praescriptio” preceded, which included the basic clarifications regarding the reason for its enactment and the name of the proposing magistrate, i.e., the “Nomen Gentilicium”. This “Praescriptio” can be regarded as the earliest precursor to the explanatory report that now must accompany every legislative text before its final enactment, and which simultaneously serves as an officially recognized “guide” for the practical application of its provisions.

b) Next was the “Rogatio”, which incorporated the entire set of regulatory provisions of the Law, i.e., the legal rules established by it. In turn, Rogatio” corresponds to the modern “corpus” of any legislative text, which includes the stricto sensu legal rules established on a case-by-case basis.

c) The regulatory framework of the Law was completed by the “Sanctio”, the sanction. This specified the penalties that would be imposed on those, who would trespass the provisions of the Law. It was precisely this “Sanctio” that gave the Law its institutional status as a “complete rule of Law”, or “lex perfecta”, which is in contrast to the “imperfect” Laws (“leges imperfectae”) and the “less than perfect” Laws (“leges minus quam perfectae”), where either the sanction was entirely absent or the sanction was established in a rather “embryonic”, and thus ineffective, regulatory form.

4. The enduring institutional “prestige” of the Law of ancient Roman origin

Within this framework, it can be inferred that, Law in Ancient Rome is close to the Law in the modern Rule of Law State and close to the modern Principle of Legality, too, within the field of Representative Democracy.

a) To be more specific, the regulatory “core” of the State’s Law and the Principle of Legality lies not only in the enactment of legal rules as means of mandating human behavior but also in the anticipation and implementation of sanction mechanisms. These mechanisms are deemed necessary, in order to address any possible violations by those to whom the Law applies. This also implies that as sanctioning mechanisms weaken, so do the Rule of Law and the Principle of Legality. This phenomenon is far from hypothetical in our time, considering, for instance, the rapid normative weakening of International Law due to the lack of effective sanctioning mechanisms when enforced. This lacking of sanctioning mechanisms, render the rules of International Law, at least in many cases, “leges minus quam perfectae” or, simply put, “leges imperfectae”.

b) Another similar example of the diminution of the normative power of Legal rules in our time is related to the expansion of the so-called “soft Law” in the contemporary Legal reality. While it does present certain, serious, advantages related to the acceptance of its provisions by its subjects, the inevitably limited scope of its mandatory application and enforcement in practice still undermines, in many cases, the overall normative effectiveness of specific regulatory aspects of the Rule of Law and the Principle of Legality within the corresponding Legal systems. This occurs due to the reduction of the drawbacks associated with coercion and the compulsory enforcement of classical Legal rules.

5.       The Science of Law “in the service” of Roman Law

In Ancient Rome, the Science of Law had its origins in the processing and popularization of Legal principles, aiming not only at their theoretical analysis but—primarily—at their practical application in trials, conducted before the various “jurisdictional” bodies of the time. Historically, Tiberius Coruncanius is considered a pioneer in this regard. As the first Plebeian “Pontifex Maximus,” around 280 BC, he began to formulate and publicly provide “opinions” in response to questions about the prevailing Law and its procedural rules.

a) Later, legal scholars of Ancient Rome, known as “Juris prudentes” emerged and continued to develop this tradition to a significant Legal manner. Their Legal activity or “Jurisprudentia””—which refers to the knowledge of current Legal rules within the boundaries of authenticity—expanded into four distinct, yet complementary areas:

a1) Respondere”, that is, in the drafting of opinions on the current in concreto Law and its practical application.

a2) Cavere”, that is, in providing guidance primarily for the drafting of legal transactions, so that the parties involved could protect their legal interests under conditions of basic legal certainty.

a3) “Agere”, that is, in advising on the legal actions that a plaintiff could and should take, before the “jurisdictional” bodies to defend their legal interests.

a4)Scribere”, or the writing of Legal studies, involved a thorough and pedantic examination and analysis of the current Legal rules within a theoretical framework. This activity of the “Juris prudentes” was largely responsible for the “flourishing” of Legal Science in Ancient Rome. It is notable that their surviving works—especially those of Gaius, Ulpian, Papinian, and Paulus—remain valuable sources for historical scientific research on the origins of Legal Science and the “roots” of many Legal concepts across the entire field of jurisprudence, especially within Private Law.

b) Due to these developments, the evolution of Legal Science in Ancient Rome led to the emergence of the first “Legal Schools”,primarily after the 1st century AD. Two of these schools have become “renowned” in the field of Legal History research. These are:

b1) The “School of Proculians,” which was named after the successor of its founder, Antistius Labeo, Proculus and,

b2) The “School of Sabinians” or “Cassians” which was named after Massurius Sabinus and Cassius Longinus, who were the successors of its founder, Ateius Capito.

c) As previously mentioned, Legal Science in Ancient Rome began to decline during the time of Diocletian (284 AD), making the 3rd century AD a transitional period for this field of study. This period coincided with the gradual shift of the “center of gravity” of the Roman Empire from the West to the East.

c1) This “transition” was, in a sense, officially marked by the relocation of the capital of the Roman Empire from Rome to Byzantium. From then on, Legal Science that had previously been based in Rome “moved”, so to speak, to the Eastern part of the Roman Empire and underwent significant transformations compared to its original characteristics, encountering the rising of the “Hellenistic Spirit”.

c2) Given the historical circumstances, Legal Science related to Roman Law was experiencing a period of steady decline in the West, while new Legal Schools emerged in the East. By the 3rd century, the Law School of Beirut had already been established, and “structures” of Legal Schools had begun to flourish steadily in Constantinople, Alexandria, Antioch, and Athens. The Law Schools of Beirut and Constantinople paved the way for new “forms” of legal thought, such as those represented by figures like Eudocianus, Cyril, Leontius, and Patricius.

C. The “Prehistory” of the Twelve Tables

For almost four centuries, starting from the mid-5th century BC, the Roman Law was governed by the “Law of the Twelve Tables” (Lex Duodecim Tabularum). Before the Twelve Tables, it seems that a form of archaic Roman Law known as “Jus Quiritium” was in force, applied to the “Quirites”, that is, primarily to the “Cives Romani” (Roman citizens).

1. The “birth” of the Twelve Tables Law

This Law — especially during the time of the Monarchy — was primarily a set of unwritten customs and laws, as it was largely based on the “Mores Majorum” (customs of the ancestors) and on “Consuetudo” (customary Law). The “Jus Papirianum”, a collection of Legal rules is also mentioned, and was named after its compiler, Papirianus, who was the first “Pontifex Maximus” after the overthrow of the Monarchy. He compiled and systematized the “Leges Regiae”, which are known as Laws passed during the Monarchy. Still, they were not passed Laws but rather a set of archaic rules of “Sacred Law”, which were applied by the “Pontifices”. Later on, the “Twelve Tables Law” was enacted under the following circumstances:

a) According to Pomponius, the said regime, which was “sine lege certa, sine jure certo”, made the Plebeians feel insecure and marginalized, as the Law was almost exclusively administered in favor of the Patricians.

b) At the initiative of the Tribune Terentilius Harsa, the Plebeians reacted strongly and demanded a written codification of the Law. At first, the Patricians refused, but, after ten years, they finally relented, and agreed to form a legislative committee. According to a historical tradition, a three-member delegation was sent to Athens in 455 B.C. in order to study Solon’s legislation, as his legislative influence, was widely acknowledged by the Romans themselves. For example, Cicero (in “De Legibus” 2.23.58) and Gaius (in “De Legem XII Tabularum” D.10.1.13, 42.22.7) argued that specific provisions of the “Twelve Tables Law” were modeled after Solon’s legislation.

2. Ancient Greek “traces” in the regulatory framework of the Twelve Tables Law

The following “testimonies” from Gaius and Ulpian areparticularly indicative of the influence of Ancient Greek Laws and of Solon’s legislation, on the Twelve Tables: see, for example, Lydia Paparriga-Artemiadi, “Elements of Greek Influence in the Latin Texts of the Corpus Juris Civilis. Excerpts from Ancient Greek Literature” Academy of Athens Press, Athens, 2006, especially pp. 79 ff.):

a) According to Gaius, the provisions of the Twelve Tables Law in partnership agreements, in specific — within the framework of an incipient right to associate at that time — are valid only when they do not contradict the existing Laws (Twelve Tables Law, VIII. 27): His (sodalibus) poteStatem facit lex (XII tab.), pactionem quam velint sibi ferre, dum ne quid ex publica lege corrumpant; sed haec lex videtur ex lege Solonis translate est»), and are directly derived from Solon’s legislation  (D.47.22.4: «Gaius libro quarto ad legem duodecim, sodales sunt, qui eiusdem collegii sunt: quam Graeci ταιρείαν vocant· his autem poteStatem facit lex pactionem quam velint sibi ferre, dum ne quid ex publica lege corrumpant· sed haec lex videtur ex lege Solonis tralata esse·  nam illuc ita est: άν δ δμος φράτορες ερών ργίων ναται σύσσιτοι μόταφοι θιασται π λείαν οχόμενοι ες μπορίαν, τι ν τούτων διαθνται πρς λλήλους, κύριον εναι, ἐὰν μ παγορεύσ δημόσια γράμματα)

b) Furthermore,according to Gaius, a series of provisions regarding boundary regulations in the regulatory framework of the Twelve Tables Law (Twelve Tables Law, VII, 2) have their roots in Solon’s legislation. (D.10.1.13: «Gaius libro quarto ad legem duodecim tabularum, sciendum est in actione finium regundorum illud observandum esse, quod ad exemplum quodammodo eius legis scriptum est, quam Athenis Solonem dicitur tulisse: nam illic ita est: Ἐὰν τς αμασιν παρλλοτρί χωρί ρύττ, τν ρον μ παραβαίνειν· ἐὰν τειχίον, πόδα πολείπειν· ἐὰν δ οκημα, δύο πόδας· ἐὰν δ τάφον βόθρον ρύττ, σον τ βάθος , τοσοτον πολείπειν· ἐὰν δ φρέαρ, ργυιάν, λαίαν δ κα συκν ννέα πόδας π το λλοτρίου φυτεύειν, τ δ λλα δένδρα πέντε πόδας.»)

c) Additionally, according to Ulpian, the distinction between theft as “manifest” — “caught in the act” — and non-manifest in the Twelve Tables Law (I.1.10) originates from similar references in Ancient Greek Laws. D.47.2.3:«Ulpianus libro quadrangesimo primo ad Sabinum, fur est manifestus, quem Graeci πατοφώρ appellant, hoc est eum, qui deprehenditur cum furtoEt parvi refert, a quo deprehendatur, utrum ab eo cuius res fuit au ab alio. Sed ultrum ita demum fur sit manifestus, si in faciendo furto deprehendatur, an vero et si alicubi fuerit deprehensus? Et magis est, ut et Iulianus scripsit, etsi non ibi deprehendatur, ubi furtum fecit, adtyamen esse furem manifestum, si cum re furtiva fuerit adprehensus, priusquam eo loci rem pertulerit, quo destinaverat.»)  The aforementioned is also confirmed by the following passage from the “Basilika” (B.60.12.2): «Κα μανίφεκτος μν κλοπ στιν ν ο λληνες καλοσιν πατοφώρ, τουτέστιν τε κλέπτης καταλαμβάνεται μετ το κλαπέντος πράγματος. Κα ο διαφερόμεθα, τς στιν πέχων ατόν, πότερον παρκείνου κρατεται το κυρίου το πράγματος ντος παρτέρου τινός».

3. The completion of the process of drafting the Twelve Tables Law

Finally, around 450 B.C., the legislative body appointed earlier in 451 B.C., with the consent of both Patricians and Plebeians — the “Decemviri Legibus Scribendis” — completed the codification of the Laws of the Roman State and recorded them on twelve tablets. This resulted in the “Twelve Tables Law”, or “Lex Duodecim Tabularum” which was ratified by the Popular Assembly “Comitia Curiata” constituting the first enacted Law — “Lex Rogata” — in Ancient Rome. According to Livy, the “Twelve Tables Law” was the “Fundamental Law” of “Res Publica”, serving as the source for the entire body of Public, Private, and Criminal Law, both substantive and procedural.

a) The provisions of the “Twelve Tables Law” were inscribed on twelve bronze tablets — which have not survived — and were displayed in the center of Ancient Rome, in the “Forum”, near the “Rostra” (Speaker’s Platform), to ensure public access and to make their regulatory content a “common possession”. As it can be conferred, this arrangement, greatly served the security of the Law, particularly through recourse to the relevant “jurisdictional” fora of the time. It represents the first organized and “formal” public display of legislative regulations in antiquity, serving, in a way, as a precursor to the modern compulsory publication of regulatory provisions in democratically organized States. Moreover, it provides “proof” that even in the Roman State of that era, there were some rudimentary traces of democratic organization through the indirect and a posteriori, popular legitimization of the prevailing Legal norms.

b) It is worth mentioning that publication today constitutes a prerequisite for the very existence of regulatory Legal norms in democratically organized States. Should legal norms not be published as required by Law, they are not just invalid but entirely non-existent. This means that their legal force cannot commence against everyone and, consequently, they cannot produce any legal effects in any way. Notwithstanding self-evident, it is important to emphasize that the process of publishing the prevailing and applied regulatory legal norms is a practical application of the principle of Popular Sovereignty within the framework of Representative Democracy. This is because citizens have a constitutionally guaranteed right to have at least full knowledge, of the general and impersonal legal rules established by the bodies elected when exercising their constitutionally guaranteed, political rights, in accordance with the principles of Popular Sovereignty.

4. Concluding Remarks

   To make a synopsis of the above, it should be noted- as an additional indication of how important the “Law of the Twelve Tables” was for the citizens of Ancient Rome- that, according to Cicero, in older times, it was obligatory that students of various, renowned schools “memorize” its provisions. At this point, it should also be mentioned that Law was related to a “custom” of Ancient Sparta which included the compulsory memorization of the legislation of Lycurgus by young men during their military training, as these provisions established, inter alia, the institutional identity of the Spartan society. This observation tends to be of even greater importance, as it underscores several similarities between the military aspect of social organization in Ancient Sparta with that of Ancient Rome. This military character had a profound impact on the subsequent structure and development of the “mighty” Roman Empire.

II. The evolutionary trajectory of the ancient Roman Legal order parallel to the rise and eventual decline of the Roman Empire.

   It has already been proven that the “Law of the Twelve Tables” was the greatest statutory Law, upon which Legal Order of Ancient Rome first laid its foundation. It was a statutory Law that played a crucial role in solidifying “Res Publica” as the institutional core of the Roman Empire, upon which the Legal relations of the “Cives Romani” were regulated, especially during the brewing and development of the “Roman State”. As one might expect — particularly considering the rapid political and institutional strengthening and expansion of the Roman Empire — the regulatory framework of the “Law of the Twelve Tables” required significant and transformative changes, as well as additions, to accommodate the evolving structure of its Legal Order. These changes and additions had to be aligned with each other — given that, by nature, Legal norms are established and applied as a “superstructure” of the socio-economic “base” from which they “emerge” and with which they maintain a continuous, bidirectional, almost dialectical relationship and influence — with the long-term transformations of the Roman “Res Publica”, at first, “for better” and eventually “for worse”, when it comes to the trajectory of the Roman Empire until its ultimate fall. In spite of the “hazards” inevitably associated with any “categorization” of the institutional interventions that occurred within the framework of the changes and additions to the “Law of the Twelve Tables”, distinguishing these interventions into three, broad categories is not far from historical reality: Firstly, legislation was enacted by the highest authorities of the Roman Empire, specifically by the Senate and the Emperor. Second, legal rules were “shaped” during the period of the “flourishing” of the “Jus Praetorium” or “Jus Honorarium”, with the most important institutional “vehicle” for its advancement being the “Per Formulam” procedure. And last but definitely not least, a legal “amalgam” in the form of predominantly general principles, which “originated” from the distinctly original, Law-producing” mechanism of the “Cognitio Extra Ordinem”, for the Legal standards of the time, ” (see, for example, Alexandros Lizeropoulos (lectures), “Roman Law Proposals,” A.N. Sakkoula Publishing, Athens, 1943, especially pp. 84 ff.).

Α. The “Senatus Consulta” of the Senate and the “Constitutiones” of the Emperors.

    Legal Order in Ancient Rome was significantly enriched by regulatory measures from two main sources: on one hand, the broad legislative interventions of the Senate through the “Senatus Consulta” — that is, the “Senatorial Resolutions”. On the other hand, there were lega rules established from time to time by the Emperors through the “Constitutiones Principum” — that is, through the “Imperial Decrees”.

1. The “Senatus Consulta” as an institutional means of the broad legislative interventions of the Senate.

    The senatorial “Senatus Consulta” were issued, extensively, primarily so as to regulate matters of the “Jus Civile”, that is, of the Roman Civil Law, with an emphasis on issues related to personal status and inheritance Law

a) First and foremost, according to the Legal Order in Ancient Rome, the Senate had primarily advisory power. Yet, because of the need, as mentioned above, to regulate and supplement the “Law of the Twelve Tables”, the Senate acquired legislative powers, at first during the latter half of the so-called “Democratic Period” and later on, when the regime of the “Principate” was established.

b) In their original form, the “Senatus Consulta” were advisory opinions issued by the Senate in response to formal requests. Later, the practice evolved so that relevant magistrates in Ancient Rome would submit proposals for Laws to the Senate, before these proposals were presented for final enactment in the appropriate Comitia. Ergo, based on this practice, the Senate began to take the initiative in exceptionally urgent cases by proposing that the relevant magistrates draft Laws. These drafts were then required to be submitted for final enactment in the appropriate Comitia.

c) Yet, it was during the Principate, that complete and full legislative authority was granted to the Senate for the issuing of “Senatus Consulta”.

c1) It was then that the Emperors decided to strip the Comitia off of all legislative authority. However, the Emperors entrusted this authority to the Senate until the reactions against a complete consolidation of legislative power exclusively in their hands would subside. Augustus Octavian, in particular, maintained this “reserved” stance, within the framework of his well-known and “prudent” approach of not directly challenging the main collective organs of the Roman State.

c2) It can be easily deduced, that this legislative authority of the Senate was rather ostensible. And that was because, even though the Senate had the power to refuse the proposal of the Empire, who would stand in front of it and would address its members by means of the ‘oratio’ – i.e. giving a formal speech, the Senate would merely ratify his legislative choices, given that he had immense authoritative power. With the definitive establishment of the Absolute Monarchy, the said legislative practice of the “Senatus Consulta” was abandoned. From then on, the Emperors exercised legislative authority themselves through the “Constitutiones”, as will be explained further.

2. The “Constitutiones Principum”: The Legislative Arsenal of the Emperors.

    The contribution of the “Constitutiones Principum” was far more critical and substantial for the enrichment of Legal order in Ancient Rome. These “Imperial Decrees” became the primary—if not the sole- source of Law within the “Roman State” after the establishment of the Absolute Monarchy, as previously noted.

a) Through the “Constitutiones Principum” the Emperors enacted all kinds of legislative measures with their own initiative and without any restrictions regarding the content of their regulations. In other words, these were ultimately provisions with regulatory and normative content. Thus, the lato sensu Law was the creation of the Emperor alone, taking the institutional form of one of the most emblematic expressions of imperial “Imperium”. Hence, in Roman history and Legal science, the well-known saying was formulated—“quod principi placuit legis habet vigorem”, one that has since traversed the entire history of Law. The lato sensu Laws enacted through imperial “Constitutiones Principum”, were called “Leges Novae” and formed the “Jus Novum” or “New Law”, in contrast to the earlier “Jus Vetus” or “Old Law”.

b) In the history of the Roman Law, four types of “Constitutiones Principum” were recorded, according to the categorization of the Legal science of the time, which established various forms of Legal rules:

b1) First of all, the “Edicta” were established. These were legislative initiatives and interventions of the Emperor that were publicized and resembled the stricto sensu legislative regulation.

b2) Secondly, the“Decreta” were established. These were, essentially, judicial decisions, endowed with the authority of res judicata, from which the specific Legal rule in question could be derived. The Decreta were the institutional “epitome” of the jurisdiction, exercised by the Emperor, given that during the period of the Absolute Monarchy, he wielded the highest judicial authority.

b3) Thirdly, there were the “Rescripta”. Through these, the Emperor would give legislative answers to questions and requests made by citizens, as well as answers to questions of inferior administrative authorities, since the latter could address the Emperor asking for instructions, vis-a-vis the resolution of disputes brought by citizens. It is evident that most of these “Rescripta” can be classified under the lato sensu judicial powers of the Emperor, given that, as noted, they were primarily aimed at resolving disputes in practice.

b4) Lastly, there were the “Mandata”. These were a set of directives that the Emperor had the authority to issue to senior public officials of the Roman State in the exercise of their administrative duties. As these directives often included clearly primary normative regulations regarding the exercise of these administrative powers, Mandata could, under certain conditions, be included within the broader scope of legislative work carried out by the Emperor.

B. The “Jus Praetorium” or “Jus Honorarium”: The Pivotal Contribution of the Praetors in the “Renewal” of Roman Law.

After centuries of practical application, it could be maintained that the “Law of the Twelve Tables” became rather obsolete and rigidThis led to a form of procedural ineffectiveness within the system of resolving disputes between private individuals through the procedural formulas of the “Legis Actiones”, as highlighted by Gaius’s example of the inability to regulate the consequences of “cutting of vines” through the regulation concerning “cutting trees”– and became the driving force for the judicial system of the Roman Republic to invent the “Per Formulam” procedure and, consequently, to develop the “Jus Praetorium” (also known as “Jus Honorarium”).

1. The Historical Development and Institutional Character of the “Jus Praetorium” or “Jus Honorarium”.

The “Per Formulam” procedure was in effect until 342 AD, when it was abolished by an edict of Constantine the Great. This procedure was solidified by the “Lex Aebutia” (149/126 BC), which permanently established the two stages of administering justice within the framework of the “Jus Praetorium”.

a) The first stage (“In Jure“) involved the procedural representation before the competent Praetor—usually the “Praetor Peregrinus”. This Praetor would outline the general “Formula” for resolving a dispute and would appoint the appropriate judge. This judge, known as the “Judex Datus”, was a private individual selected ad hoc, in contrast to the earlier “Legis Actiones” procedure where the judge was a higher State official listed in a special register (“Album Judicum”).

b) Before this judge, the second—and final—stage of resolving the dispute (“In Judicio”) took place. During this stage, within the regulatory limits set by the corresponding “Formula” the definitive decision would be issued.

2. The development of new rules of Roman Law through the “Jus Praetorium” or “Jus Honorarium”.

It is worth noting that at the beginning of their term, each Praetor would publish their own “Edictum Perpetuum” (Permanent Edict), which was a characteristic feature of the specific “Imperium” they held, in order to make it generally known to the Roman citizens.

a) The ““Edictum Perpetuum”-outlined the general principles of the “Per Formulam” procedure that the presiding Praetor was to follow, throughout their term of office.

a1) The incoming Praetor could, through their own “Edictum Perpetuum, introduce any necessary changes, they deemed necessary, to the previous “Per Formulam” procedure. However, these changes were usually minor, as each Praetor generally respected, at least as a rule, the legislative legacy of their predecessors. In this way, a part of each Praetor’s “Edictum” was passed unchanged to the next, and was referred to as “Edictum Tralatitium”. Meanwhile, any “few” legislative innovations introduced, were designated as “Edicta Nova” or “Clausulae Novae”.

a2) At the initiative of Emperor Hadrian, and in order to firmly establish the “Jus Praetorium” or “Jus Honorarium”, a final “Edictum Perpetuum” was issued, likely in 130 AD. Hadrian assigned its drafting to the renowned jurist of the time, Salvius Julianus, who not only “codified” the previous rules but also made some necessary amendments due to the passage of time. This definitive “Edictum Perpetuum” could be altered in its regulatory content, only through the Emperor’s “Constitutiones”—and specifically through the “Edicta” of the Emperor.

b) While the “Praetor” in the “Per Formulam” procedure did not possess full legislative power, most of the times, he was led to employ interpretative methods that provided significant support, supplementation, or even correction of the existing rules of “Civil Law” (“Jus Civile”), by determining the overall legal framework for resolving disputes.

b2) Hence the classic definition given by Papinian of the gradually developed “Jus Praetorium” (D.1,1,7,1): “Jus Praetorium est quod Praetores introduxerunt, adiuvandi vel supplendi vel corrigendi Iuris Civilis gratia propter utilitatem publicam, quod et Honorarium dicitur ad honorem Praetoris nominatum”. (“Praetorian Law is that which the Praetors introduced for the purpose of assisting, supplementing, or correcting Civil Law for the public good, and it is also called Honorarium in honor of the Praetors who shaped it”.)

C. “Cognitio Extra Ordinem”: The “emergence” of general principles as a process of normative “revitalization” of Roman Law

A “special adjudicative procedure” along with the “Per Formulam” procedure gradually developed since the time of Augustus. This was the “Cognitio Extra Ordinem”, used for the resolution of private disputes, to that extent which a somewhat “rigid” distinction between private and public Law disputes, was feasible. The “special adjudicative procedure” replaced, almost entirely, the respective “Per Formulam” procedure after the end of the 3rd century AD.

  1. The Normative Distinguishing Features of “Cognitio Extra Ordinem

Through the “Cognitio Extra Ordinem”, which operated “extra ordinem judicorum” (i.e. outside the ordinary judicial process), the “Per Formulam” procedure was effectively bypassed. The dispute was resolved by a competent judge—who was a state official, not a private individual—appointed by the “Princeps” (the Emperor). Before this stage, however, the Emperor, through the issuing of “Rescripta” (imperial responses)—which were based on the opinion of a special council, the “Scrinium Libellorum”—provided answers to submitted petitions (“Libelli”) about disputed legal issues, that would ultimately determine the Legal rule that the competent judicial forum had to apply.

a) The procedural practice of “Cognitio Extra Ordinem” left a series of valuable general clauses in the History of Law, which were shaped through the successive “Rescripta” (imperial responses) of the Roman Emperors.

a1) Especially those Emperors who were deeply influenced by Stoic philosophy. The related “Rescripta” (imperial responses) of Emperors such as Trajan, Hadrian, Antoninus, Marcus Aurelius, and Septimius Severus—whose “Apokrimata” (imperial decisions) constitute a valuable, historically organized collection—were particularly emblematic. Prominent jurists such as Ulpian, Papinian, and Paulus, among others, flourished during Severus’ reign. The contributions of Diocletian also hold great significance.

a2) From a bibliographic perspective, well-documented information in the studies listed below, is of great importance and is noteworthy: Johannes Hasebroek («Untersuchungen zur Geschichte des Kaisers Septimius Severus», pub. Carl Winter’s Universitätsbuchhandlung, Heidelberg, 1921), Johannes Merentitis, («Die neu gefundenen Reskripte des Septimius Severus», Athens, 1978), William Linn Westermann, («Apokrimata: Decisions of Septimius Severus on Legal Matters», text, translation and historical analysis, A. Arthur Schiller Legal Commentary, pub. Cisalpino-Goliardica, Milano, 1973) and Wilhelm Weber («Untersuchungen zur Geschichte des Kaisers Hadrianus», Druck und Verlag von B.G. Teubner, Leipzig, 1907).

b) As it can be easily inferred from a more scholastic, historical approach—which is certainly useful for documenting the institutional “legacies” bequeathed to us by the Roman Law—many a general clause that emerged during the “Cognitio Extra Ordinem” process forms the roots of several general principles recognized and applied by modern Law, particularly in Western-style democracies and within the framework of the European Legal Order.

b1) These are general principles, which are mainly shaped by the case Law of national courts within their respective national legal systems, and by European courts within the European Legal Order. It is of paramount importance to emphasize that this “production” of general principles is not being judicially diminished but, on the contrary, it tends to expand significantly—much like what happened within the framework of the “Roman State”, as previously mentioned. This occurs because the legislative authority, by delegation of the Law, and the executive authority within national Legal systems become gradually incapable of addressing the regulatory needs of the current socio-economic reality within each State through the generated Laws and rules.

b2) A distinctive feature of this legal reality is that, in many cases, the judicially developed general principles that tend to fill in the gaps of the Constitution. This ultimately grants them regulatory power equal to that of constitutional rules, with the important caveat being that legal rules shaped through these principles cannot be legally applied “contra constitutionem” (against the Constitution) but only, to the greatest extent possible, “praeter constitutionem”(alongside the Constitution).

2. How certain “legacies” of “Cognitio Extra Ordinem” “survive” in modern Legal systems.

Examples from the Greek Legal system and the European Legal order could adequately showcase the process of producing and applying such general principles. Naturally, in these cases, the creation of these general principles, primarily in application of the principle of Separation of Powers within the framework of Representative Democracy, falls within the judicial bodies. This is in stark contrast to the previously mentioned system of “Cognitio Extra Ordinem” in Roman Law.

a) Apropos of the Greek Legal system, this method of producing general principles has been notably and systematically demonstrated by the case Law of the Council of State. This approach follows, to some extent, the example set by the Conseil d’État in France, whose case Law has considerably influenced the development of the French Administrative Law, a large part of which, has a jurisprudential origin.

a1) According to the case Law of the Council of State—which is now also adopted by the case Law of the Supreme Court (Areios Pagos)—the Judicial Authority is authorized to derive legal rules in the form of general principles. However, this does not mean that such derivation implies that the judicial case Law acquires “Law-making” power, as this would be in stark contrast to the Constitution and, most importantly, to the principle of Separation of Powers. Specifically, the Judicial Authority—in this case, the Council of State—derives general principles as complete legal rules from the entire body of legal provisions, meaning that this normative framework contains general principles that the judicial body “discovers” and “recognizes”. In other words, Case Law does not create general principles ex nihilo but “discerns”, on a case-by-case basis, their existence within the Greek Legal order and related legal systems (e.g., International Law and European Law).

a2) As previously outlined, the case Law judicial activity of the Council of State, regarding the existence of general principles-always “pre-existing”, since the Judicial Authority does not create them ex nihilo but detects them within Legal order—is activated only when the applicable Legal rules exhibit gaps in regulatory coverage that cannot be filled even by the most extensive interpretation. In such cases, given that “denial of justice” is contrary to the Constitution, the very nature of the judicial function necessitates the derivation of new Legal rules for the final administration of justice. Generally— as previously mentioned—these general principles are “discovered” judicially when legislative gaps are observed and when they function, from a regulatory perspective, as supplementary to the Legal rules established by the Legislative Authority.

a3) This implies that, as a rule,—provided there is no contrary legislative authorization—general principles have a lower formal authority compared to existing legislative provisions but a higher authority if compared to regulatory administrative acts (see, e.g., Council of State rulings 1596/1987, 2786/1989, 17/1997). However, as previously mentioned, general principles are also derived judicially, when there are gaps in the constitutional regulatory framework under similar conditions. These general principles have higher formal authority compared to existing legislative provisions—including ordinary Laws—but lower formal authority compared to the rules established by constitutional provisions. This is because, as previously explained, according to the normative “mandates” of the hierarchy of our Legal order, these general principles cannot be applied “contra constitutionem” (against the Constitution) but only at most “praeter constitutionem” (alongside the Constitution) (see, e.g., Council of State rulings 1741, 2288/2015, 1992/2016, 1738/2017).

a4) Mention should also be made of the fact that sometimes these general, constitutional, principles, become part of the Constitution itself, through constitutional amendments and other means. For example, the general principle regarding the right to a prior hearing, which was initially established judicially, was explicitly enshrined in our Constitution with the provisions of Article 20, paragraph 2, after 1975.

b) As previously explained, the general principles which emerged from the application of the “Cognitio Extra Ordinem” procedure, can additionally be considered—taking into account all the calculations of centuries of distance as well as the historical and Legal analogies—as a distant “precursor” to the general principles that, as briefly noted earlier, are now derived, together with the other Courts of the European Union, by the Court of Justice of the European Union, taking into account, the “common constitutional traditions of the Member States” (see, for example, the decisions in Johnston, 222/1984, 15.5.1986 and UNECTEF, 222/1986, 15.10.1987). Specifically:

b1) The content and normative hierarchy of the European Legal Order are not only composed of the written rules of primary and secondary European Law, but are also composed of certain unwritten Legal rules, which take the form of general principles that, under certain conditions, resemble the general principles of “Cognitio Extra Ordinem”. The Court of Justice of the European Union, suitably and quasi-legislatively develops its jurisdictional function and continuously formulates general principles, that is, principles with which it “enriches” the European Legal Order in a normative manner. This is carried out, within the framework of an effort to achieve “convergence” and “coexistence” of the written Legal rules of the European Legal Order with the rules of the Legal Orders of the Member States- which is an effort of significant importance both from an institutional and political viewpoint. For the European Union progresses or should progress, towards its ultimate goal, which is integration, seeking at the same time the necessary harmonious “convergence” and “coexistence” of the Legal Orders of the Member States.

b2) In this way, the Court of Justice of the European Union is facilitated in its process towards normative completion. It should be clarified that, in this regard, the Court of Justice of the European Union follows, and in many respects reproduces, the practice of many a court in the Member States—Greece being a notable example, particularly through the case Law of the Council of State as previously emphasized. These courts derive similar general principles for the corresponding National Legal Order, primarily based on the relevant constitutional provisions. These general principles, according to Legal logic, have constitutional status and validity under the conditions previously mentioned.

b3) Apropos of the “sources” from which the Court of Justice of the European Union derives these general principles, as well as the methods through which it derives them, it must be strongly emphasized that the European Legal Order does not exist or function in a detached manner, from the broader European “legal environment”. This is because the European Legal Order coexists, necessarily and functionally from a normative perspective, with the individual National Legal Orders, with which it both manages to communicate and be in a continuous interaction. This institutional, jurisprudential “osmosis” is intensified by the fact that there is still no “formal” Constitution of the European Union, i.e. a normative basis which would determine with stability the hierarchy of the European Legal Order and, subsequently, its sufficient coherence. Within this framework, the case Law of the Court of Justice of the European Union derives the said general principles both from the written rules of primary and secondary European Law, from the Legal rules of the individual National Legal Orders, as well as from the Legal rules of lato sensu International Law, to which the European Union has acceded.

b4) From this perspective, and to be more precise, from the perspective that “inspires” the Court of Justice of the European Union regarding the derivation of the said principles, these principles can be, broadly, distinguished into:

Concluding Remarks

From all the considerations outlined, one may reach the conclusion that, research within the framework of the History of Law does not in any way question the “legacies” that Roman Law and the structure of Legal Order in Ancient Rome, with the valuable “assistance” of Ancient Roman Legal science, have “bequeathed” to modern Representative Democracy and the Legally organized State under the Rule of Law. The “paradox”, which has been “gaining ground” for some decades now, is that these said “legacies”, which, based on the extent of their institutional extensions, continue to have impact, since the end of the 18th century on the consolidation of Representative Democracy as a guarantee of Freedom—and thus on Fundamental Human Rights. Not only have they ceased to retain their normative “vitality” and the corresponding “prestige” of their classical Legal role, but they are also “declining“, and indeed happen to be at “worrisome” levels. Worse still, this “decline” is painfully intertwined with the corresponding “decline” of the institutional “supports” of Representative Democracy in our time, particularly the “supports” of the normative “robustness” of the Rule of Law and the Public Interest.

A. Irrefutably, the greatest danger to the “diminishment” of the said “legacies” of Roman Law and, consequently, to the erosion of the institutional and political “supports” of Representative Democracy and Fundamental Human Rights comes from the corresponding weakening of the Rule of Law, the Principle of Legality, and, ultimately, of Rule of Law in general, due to the economic globalization and the extensive use of Technology.

1. In other words, the economic globalization and the extensive use of Technology tend to lead to the deconstruction of those means of normative regulation of social life—not only at every state level, but also at European and international levels—that are protected by the presumption of democratic legitimacy, either directly or indirectly. Under these circumstances, the uncertainty is dramatically and multiplicatively heightened by the continuously widening global inequalities, that emerge as a destructive result of a blatant “economic” dominance over the “institutional”. This is even more pronounced when these inequalities affect not only individual members of a specific social group but also States, thereby creating a Global Community with varying speeds, economically and otherwise.

2. The global community, which among other things, observes with fatalism and in a nonchalant manner, the collapse—both within each State and internationally—of the supports of the Welfare State and Social Justice, the true emblem of Western and European Democracy, as well as Western and European Culture. Such a global situation undermines, by its very nature, the conditions for peace and stability. These conditions are fundamentally necessary for a basic certainty regarding the future development and prospects of all human creation.

B. Furthermore, Public Interest, due to its institutional and political peculiarities, serves as a means to restrict the actions of State bodies concerning the purposes they must serve while exercising their regulatory and established authorities—under the rule of Law and under the principle of Legality. It embodies an effective institutional guarantee of freedom and of rights within the framework of Representative Democracy.

1. The contemporary phenomenon of regulatory—and thus normative—deconstruction of the Rule of Law, primarily due to the negative impacts of Economic Globalization, inevitably leads to corrosive distortions of the previously outlined concept of the Public Interest. These distortions consist in the gradual “incorporation” of the concept of Public Interest into that of the so-called “fiscal interest”—literally, “cash interest”—that is, the interest related to the collection of state revenues to achieve various fiscal objectives. In other words, it pertains to an “interest” that consists of the benefit derived by the State through the collection of funds from all types of legislated resources. Consequently, this benefit is not institutionally capable of constituting, by itself, the core of genuine Public Interest.

2. Public Interest arising from this benefit is, first, highly general and, as a consequence, it is institutionally “colorless”, as it indiscriminately covers all state activities. Thus, it cannot attain the required “specificity”, as previously analysed, which Public Interest inherently possesses, based on the Legal rules that institutionalize it. Moreover, it is only secondarily related to Public Interest, as defined ad hoc by specific regulatory provisions. In other words, it serves purely as an economic means of achieving a specific Public Interest. Consequently, it may be argued that it cannot be considered an autonomous and genuine Public Interest, as its institutional root is not defined by a normative Legal rule but by the “dynamics” of economic reality. Under conditions of uncontrolled globalization, it could be argued that this holds true today. Additionally, it is worth mentioning that the benefit arising from this fiscal interest, due to its general nature also covers the area where the State acts as a fiscus, governed primarily by Private Law rules. In contrast, Public Interest, by definition, is associated with the State’s actions as an imperium, i.e. actions governed, at least generally, by Public Law regulations.